ἀνανήχομαι
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
A = ἀνανέω, swim, Arist.Resp.475b1 (s. v.l.); rise to the surface, Plu 2.985b: metaph., revive, recover, Ael.NA8.4; ὥσπερ ἐκ κλύδωνος Ph.1.260; ἐκ νόσου λοιμώδους Paus.7.17.1. 2 swim up-stream, Opp.H.1.120:—Act. form ἀνανήξας· διαπλεύσας, Hsch.; cf. ἀνήξεις· κολυμβήσεις (fort. ἀννήξεις· ἀνακ.), Id.
German (Pape)
[Seite 199] = ἀνανέω, Opp. H. 1, 119; ἀνανηξάμενοι Plut. sol. an. 36; act., Orac. Sibyll.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανήχομαι: ἀποθ., = ἀνανέω, ἐπιπλέω, ἐν τοῖς ὑγροῖς πολὺν χρόνον ἀνανήχεται τὰ ἔντομα τῶν ζῴων Ἀριστ. Περὶ ἀναπν. 9. 8, Πλούτ. 2. 985B: ― μεταφ., ἀναλαμβάνω, ἀνακτῶμαι τὴν ὑγείαν μου, ἐκ νόσου λοιμώδους ἀν. Παυσ. 7. 17, 2.
French (Bailly abrégé)
revenir sur l’eau, surnager.
Étymologie: ἀνά, νήχομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. ἀνανήξας Hsch.]
I 1nadar río arriba ἐκ δ' ἁλὸς ἐς προχοὰς Opp.H.1.120.
2 subir a la superficie δελφῖνες Plu.2.985b
•fig. recobrarse ἐκ κλύδωνος Ph.1.260, ἀπὸ νόσου Paus.7.17.2, cf. Ael.NA 8.4.
II nadar Arist.Iuu.475b1.
Greek Monolingual
ἀνανήχομαι (Α)
1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού
2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνανήχομαι: выплывать на поверхность (ἐν τοῖς ὑγροῖς Arst.; δελφῖνες ἀνανηξάμενοι Plut.).