βλάστημα

From LSJ
Revision as of 15:20, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλάστημα Medium diacritics: βλάστημα Low diacritics: βλάστημα Capitals: ΒΛΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: blástēma Transliteration B: blastēma Transliteration C: vlastima Beta Code: bla/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, A = βλάστη 1, κισσίνοις β. E.Ba. 177, cf. Isoc. 1.52, Thphr.HP1.1.9, PLond.1.131rix 191 (i A. D.). II metaph., offspring, offshoot, μητρὸς β. A. Th.533; πέκνων γλυκερὸν β. E.Med.1099 (lyr.), cf.IG12(7).496.3 (Amorgos), etc.; also of animals, E.Cyc.206; ὦ χρυσὲ β. χθονός Trag.Adesp.129.1: also in late Prose, Jul. Or.7.232d. III excrescence, Hp.Hum.1; eruption on the skin, Aret.CD1.2.

German (Pape)

[Seite 447] τό, Keim, Sproß, Eur. Bacch. 177; Theophr.; von Menschen, Aesch. Spt. 515; Eur. Med. 1099 u. öfter; auch sp. D.; Ep. ad. 690 (VII, 343); von Thieren, Eur. Cycl. 206. – Bei Medic. = ἐξάνθημα.

Greek (Liddell-Scott)

βλάστημα: τό, = βλάστη Ι., κισσίνοις βλ. Εὐρ. Βάκχ. 177, πρβλ. Ἰσοκρ. 13Β, Θεόφρ. Ι. Φ. 1. 1, 9.
ΙΙ. μεταφ., γέννημα, τέκνον, μητρὸς βλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 533· τέκνων γλυκερὸν βλ. Εὐρ. Μηδ. 1099, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ὁ αὐτ. Κύκλ. 206. ΙΙΙ. ἐξάνθημα τοῦ δέρματος, Ἀρεταῖος.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rejeton, enfant.
Étymologie: βλαστάνω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1brote, retoño, vástago de vegetales κισσίνοις βλαστήμασιν E.Ba.177, cf. Isoc.1.52, Thphr.HP 1.1.9, SB 9699.192 (I d.C.), D.Chr.36.59, β. κέδρων LXX Si.50.12, cf. Gal.5.526.
2 vástago, criatura, prole de pers. y anim. μητρὸς ... β. A.Th.533, τέκνων γλυκερόν E.Med.1099, γῆς βλαστήματα de los gigantes, E.HF 178, metáf. de otros seres τῆσδε τῆς γῆς β. Aristid.Or.30.7, β. χθονός del oro Trag.Adesp.129.1, cf. IG 12(7).496.3 (Amorgos II/III d.C.), Iul.Or.7.232d
fig. γυνὴ ... οὐδὲ ἔτικτεν βλαστήματα σωφροσύνης la mujer (no fue madre de virtudes) ni parió hijos de la prudencia Amph.Or.8.93
de anim. cría νεόγονα βλαστήματα E.Cyc.206.
3 fig. ser, creación natural τὰ δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα ἀλλὰ βλαστήματα Hp.de Arte 2.
II medic. erupción ἕλκος ἢ β. Hp.Hum.1, cf. Aret.CD 1.2, Paul.Aeg.3.3.6.

Greek Monolingual

το (AM βλάστημα) βλαστάνω
γόνος, παιδί
μσν.- νεοελλ.
κάθε τι που φυτρώνει
αρχ.
1. ο βλαστός
2. εξάνθημα του δέρματος.

Greek Monotonic

βλάστημα: -ατος, τό,
I. = βλάστη, σε Ευρ.
II. μεταφ., απόγονος, τέκνο, παρακλάδι, σε Αισχύλ., Ευρ.
III. ερεθισμός του δέρματος, εξάνθημα.

Russian (Dvoretsky)

βλάστημα: ατος τό Aesch., Eur., Plat., Plut., Anth. = βλάστη 1 и 2.

Middle Liddell


I. = βλάστη I, Eur.
II. metaph. offspring, an offshoot, Aesch., Eur.
III. an eruption on the skin, Aretae.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλάστημα -ατος, τό βλαστάνω
1. scheut, groeisel:; κισσίνοις βλαστήμασιν met scheuten van klimop Eur. Ba. 177; geneesk. blasteem (kiemweefsel). Hp. Hum. 1.
2. voortbrengsel, nageslacht:; μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου β. kind van een moeder die in het gebergte leeft Aeschl. Sept. 533; νεόγονα βλαστήματα pasgeboren jongen Eur. Cycl. 206; overdr.. τὰ δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα, ἀλλὰ βλαστήματα φύσιος de realiteiten zijn geen conventies, maar voortbrengselen van de natuur Hp. Ars 2.

English (Woodhouse)

offspring, scion, sprout

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)