κυρηβάζω

From LSJ
Revision as of 11:20, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠρηβάζω Medium diacritics: κυρηβάζω Low diacritics: κυρηβάζω Capitals: ΚΥΡΗΒΑΖΩ
Transliteration A: kyrēbázō Transliteration B: kyrēbazō Transliteration C: kyrivazo Beta Code: kurhba/zw

English (LSJ)

fut. -άσω Ar.Eq.272:—prop. A butt with the horns, like goats or rams, Sch.Ar. l.c.: metaph., τὸ σκέλος κυρηβάσει he shall butt against my leg, Ar. l.c.: aor. Med. κυρηβάσασθαι Cratin. 462. II metaph. in Med., = λοιδοροῦμαι, Hsch. (κυριβ- cod.), Phot.

German (Pape)

[Seite 1536] wie die Böcke mit den Hörnern stoßen u. kämpfen; ἢν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει Ar. Equ. 272, er wird sich an meinen Beinen den Kopf stoßen; VLL., wo es auch κυριβάζειν geschrieben wird, erkl. einfach μαχήσεται, aber auch λοιδορεῖσθαι, also = mit Worten streiten, schimpfen.

Greek (Liddell-Scott)

κῠρηβάζω: μέλλ. -άσω, μάχομαι, πλήττω, κτυπῶ διὰ τῶν κεράτων, ὡς διαμάχονται τύπτοντες ἀλλήλους ταῖς κεφαλαῖς οἱ τράγοι καὶ οἱ κριοί, Σχολ. Ἀριστοφ. εἰς Ἱππ. 272· μεταφ., τὸ σκέλος κηρηβάσει, θά μου κερατίσῃ τὸ σκέλος, ἢ τὸ σκέλος μου θὰ τὸν λακτίσῃ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μέσ. ἀόρ. κυρηβάσασθαι μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κρατίν. (ἐν Ἀδήλ. 69). ΙΙ. μεταφ., ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ λοιδορέω, Φώτ., πρβλ. κυρίσσω.

French (Bailly abrégé)

1 frapper à coups de cornes;
2 p. ext. c. διαμάχομαι.
Étymologie: v. κυρίττω.

Greek Monolingual

κυρηβάζω και, κατά τον Ησύχ., κυριβάζω (Α)
1. χτυπώ με τα κέρατα σαν τράγος ή σαν κριάρι
2. γεν. μάχομαι
3. μτφ. προσκρούω, πλήττω, χτυπώ («ἤν δ' ὑπεκκλίνῃ γε δευρί, τὸ σκέλος κυρηβάσει», Αριστοφ.)
4. μέσ. κυρηβάζομαι και κυριβάζομαι
(μτφ) λοιδορούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κυρίττω «χτυπώ με τα κέρατα», με δυσερμήνευτο σχηματισμό].

Greek Monotonic

κῠρηβάζω: μέλ. -άσω, μάχομαι, χτυπώ με τα κέρατα· μεταφ., τὸ σκέλος κυρηβάσει, το πόδι μου θα τον χτυπήσει ή θα αντιμετωπίσει το πόδι μου, θα τον κλωτσήσει, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το κυρίσσω).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυρηβάζω [~ κυρίττω] met de horens stoten (tegen), rammen.

Russian (Dvoretsky)

κῠρηβάζω: бить рогами, бодать (τὸ σκέλος Arph.).

Middle Liddell

κῠρηβάζω, fut. -άσω
to butt with the horns: metaph., τὸ σκέλος κυρηβάσει he shall come butt against my leg, or my leg shall butt him, kick him, Ar. [Perh. akin to κυρίσσω.]