διερωτάω
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
English (LSJ)
A cross-question, τινά Pl.Ap.22b, Grg.458a, etc.; δ. τινά τι Id.Prt.315c. II ask constantly or ask continually, οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς… τί βούλεσθε; D.3.22.
Greek (Liddell-Scott)
διερωτάω: ἐρωτῶ ποικιλοτρόπως, ἀνακρίνω, τινα Πλάτ. Ἀπολ. 22Β, Γοργ. 458Α, κτλ.· δ. τινά τι ὁ αὐτ. Πρωτ. 315C. ΙΙ. ἐρωτῶ ἐπιμόνως ἢ συνεχῶς, οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς… τί βούλεσθε; Δημ. 34. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 interroger en détail : τινα qqn;
2 interroger avec persistance, ne cesser de questionner.
Étymologie: διά, ἐρωτάω.
Spanish (DGE)
1 preguntar, interrogar c. ac. de pers. y de abstr. ἀστρονομικὰ ἄττα ... τὸν Ἱππίαν Pl.Prt.315c, c. ac. de pers. e interr. indir. αὐτοὺς τί λέγοιεν Pl.Ap.22b, τὸν Κῦρον πότερον βούλοιτο μένειν X.Cyr.1.3.15, Ἡρώδην ... τίς ὁ κτείνας εἴη I.BI 1.234, cf. Arist.Fr.44, Plb.5.50.12, διηρώτα τὰς δύο (γνώμας) καθολικῶς, οἷς δοκεῖ Plb.33.1.7, o interr. directa ὑμᾶς ... τί βούλεσθε; D.3.22, cf. D.C.48.8.5, Babr.55.4, περὶ τοῦ συμβεβακότος τί δεῖ ποιεῖν Lindos 2.D.67 (I a.C.), sólo c. ac. de pers. ἡδέως ἄν σε διερωτῴην Pl.Grg.458a, sólo c. ac. de abstr. γνώμας D.H.4.85, sólo c. interr. indir. τίνος ἕνεκ' Arist.EE 1216a12, cf. Metaph.1000a20, I.BI 1.653, Plu.2.358b, D.C.43.10.4, Aesop.5, 183
•c. ac. de concr. preguntar por τὴν οἰκίαν τοῦ Σίμωνος Act.Ap.10.17
•en v. pas. ser interrogado εἰ τἀληθῆ καὶ ταὐτὰ ἀπαγγέλλω Aeschin.2.122, τὴν Ἰφιγένειαν ὑπὸ Ὀρέστου διερωτωμένην D.S.20.14.
2 poner en cuestión, investigar πάσας (τὰς συνουσίας) Pl.Lg.639d.
English (Strong)
from διά and ἐρωτάω; to question throughout, i.e. ascertain by interrogation: make enquiry for.
English (Thayer)
1st aorist participle διερωτησας; to ask through (i. e., ask many, one after another): τί, to find out by asking, to inquire out, Xenophon, Plato, Demosthenes, Polybius, Dio Cassius, 43,10; 48,8.) Cf. Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 15.
Greek Monotonic
διερωτάω: μέλ. -ήσω,
I. εξετάζω λεπτομερώς, ανακρίνω, τινα, σε Πλάτ.
II. ρωτώ συνεχώς ή επίμονα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διερωτάω:
1) вести перекрестный допрос, расспрашивать (τινα Plat., Xen. и τινά τι Plat.; δ. καὶ πυνθάνεσθαι Plut.);
2) перебивать или забрасывать вопросами (τινα Dem.).
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to cross-question, τινα Plat.
II. to ask constantly or continually, Dem.
Chinese
原文音譯:dierwt£w 笛誒-羅他哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-湧出-請求
字義溯源:徹底查詢,探知,訪問,尋訪;由(διά)*=通過)與(ἐρωτάω)=查詢)組成;而 (ἐρωτάω)出自(λέγω)*=說出)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 已尋訪到(1) 徒10:17