παναώριος
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
ον, A doomed to an untimely end, ἀλλ' ἕνα παῖδα τέκεν π. Il.24.540; π. ῥυτίς AP5.263.5 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 457] ganz unzeitig; παῖς, der zu einem ganz unzeitigen, zu frühen Tode bestimmt ist, Il. 24, 540; vgl. Paul. Sil. 10 (V, 264).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰώριος: -ον, παντελῶς ἀώριος, προωρισμένος εἰς πρόωρον τέλος, ἄμοιρος, ἀλλ’ ἕνα παῖδα τέκε παναώριον Ἰλ. Ω. 540˙ π. ῥυτὶς Ἀνθ. Π. 5. 264˙ - ὡσαύτως πανάωρος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 313.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ravi par une mort tout à fait prématurée.
Étymologie: πᾶν, ἀώριος.
English (Autenrieth)
(ὥρη): all-untimely, ‘to die an untimely death,’ Il. 24.540†.
Greek Monolingual
παναώριος, -ον (Α) πανάωρος
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, ο προορισμένος σε πρόωρο τέλος
2. (για πράγματα) αυτός που εμφανίζεται πολύ πρόωρα, εντελώς άωρος, πολύ πρόωρος.
Greek Monotonic
πᾰναώριος: -ον (ἄωρος), εντελώς άμοιρος, ολότελα καταδικασμένος σε πρόωρο τέλος, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰναώριος:
1) обреченный на безвременную смерть, недолговечный (παῖς Hom.);
2) преждевременный (ῥυτίς Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παναώριος -ον [πᾶς, ἀώριος] veel te vroeg stervend.
Middle Liddell
πᾰν-αώριος, ον, ἄωρος
all-untimely, doomed to an untimely end, Il., Anth.