Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διεκπλέω

From LSJ
Revision as of 08:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπλέω Medium diacritics: διεκπλέω Low diacritics: διεκπλέω Capitals: ΔΙΕΚΠΛΕΩ
Transliteration A: diekpléō Transliteration B: diekpleō Transliteration C: diekpleo Beta Code: diekple/w

English (LSJ)

Ion. διεκ-πλώω, aor. -έπλωσα:—A sail out through, τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147; τὰς Κυανέας Id.4.89; τὴν διώρυχα Id.7.122; σχοίνους δυώδεκα Id.2.29; Ἡρακλέων στηλέων Id.4.42: abs., sail out, ib.43. II in naval tactics, break the enemy's line by sailing through it, so as to be able to charge their ships in flank or rear, Hdt.6.15, Th.1.50, 7.36, Sosyl.p.31 B., Plb.1.51.9.

German (Pape)

[Seite 618] (s. πλέω), durch- u. herausschiffen, durchsegeln; Ἑλλήσποντον Her. 7, 147; s. διεκπλώω. Bes. = mit den Schiffen durchbrechen, Thuc. 1, 50. 7, 36; Xen. Hell. 1, 6, 22; Pol. 1, 51, 9 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, Ἰων. -πλώω, ἀόρ. -έπλωσα· - ἐντελῶς διαπλέω, διέρχομαι πλέων, τὸν Ἑλλήσποντον Ἡρόδ. 7. 147· τὰς Κυανέας 4. 89· τὴν διώρυχα 7. 122· σχοίνους δυώδεκα 2. 29· ὡσαύτως, Ἡρακλέων στηλέων 4. 42· ἀπολ., ἐκπλέω, αὐτόθι 43. ΙΙ. ἐν τῇ ναυτικῇ πολεμικῇ γλώσσῃ, διασπῶ τὴν ἐχθρικὴν γραμμὴν πλέων διὰ μέσου αὐτῆς ὥστε νὰ δύναμαι νὰ προσβάλλω τὰ ἐχθρικὰ πλοῖα ἐκ τῶν πλαγίων ἢ ὄπισθεν, Ἡρόδ. 6. 15, Θουκ. 1. 50., 7. 36· πρβλ. διέκπλους.

French (Bailly abrégé)

1 traverser en naviguant, acc. ou gén.;
2 se faire jour avec des vaisseaux à travers.
Étymologie: διά, ἐκπλέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. διεκπλώω Hdt.4.89, 7.122
1 cruzar, atravesar o franquear navegando hasta salir, c. ac. ref. extensiones marítimas o accidentes geog. τὸν Ἑλλήσποντον Hdt.7.147, (Ἡρακλέας στήλας) Hdt.4.43, τὰς Κυανέας διεκπλώσας Hdt.4.89, τὴν διώρυχα Hdt.7.122, τὸν Εὔριπον D.S.11.13, c. διά y gen. δι' Ἡρακλέων στηλέων διεκπλέειν atravesar las columnas de Heracles Hdt.4.42, διὰ τῶν σκοπέλων Arr.Ind.22.6
abs. τὸν Ὀδυσσέα ταύτῃ διεκπλέοντα εἰς τὸν ὠκεανόν a Odiseo cruzando por allí en dirección el océano Str.1.2.31
c. ac. ref. distancias recorrer σχοῖνοι δὲ δυώδεκά εἰσι οὗτοι τοὺς δεῖ τούτῳ τῷ τρόπῳ διεκπλῶσαι los esquenos que hay que recorrer en una singladura de esas características son doce Hdt.2.29
c. ac. ref. ext. terrestres pasar, superar, dejar atrás navegando διεκπλεύσαντες δὲ ταύτην (νῆσον) Arr.Ind.21.10.
2 en táct. naval romper las líneas enemigas atravesándolas para atacar por la espalda, frec. abs., Hdt.6.15, Th.7.36, Plb.16.3.10, Sosyl.1, Plu.Alc.28, c. διά y gen. διὰ τῶν πολεμίων νεῶν Plb.1.51.9, cf. Plu.Arist.8, tb. c. ac. ναυσὶ κούφαις διεξέπλεον ... τοὺς πολεμίους con naves ligeras rompían la línea de combate enemiga App.BC 4.71, ἄλλαι ... ἀλλήλας διεξέπλεον App.BC 5.119.

Greek Monolingual

(AM διεκπλέω) εκπλέω
διέρχομαι θάλασσα απ' άκρη σ' άκρη, διαπλέω
αρχ.
1. εκπλέω
2. ναυτ. (για πολεμική τακτική) διασπώ την εχθρική γραμμή επιτιθέμενος στο μέσο της έτσι που να μπορώ να προσβάλλω τα εχθρικά πλοία από πίσω ή από τα πλάγια.

Greek Monotonic

διεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, αόρ. αʹ -έπλευσα, Ιων. -πλώω, αόρ. αʹ -έπλωσα·
I. διαπλέω εντελώς, πλέω έξω διαμέσου, με αιτ., σε Ηρόδ.· απόλ., διέρχομαι πλέοντας, στον ίδ.
II. στη ναυτική πολεμική γλώσσα, διασπώ τη γραμμή του εχθρού μέσω διάπλευσης ανάμεσά της, κάνω επίθεση με ταχύπλοα σκάφη, στον ίδ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διεκπλέω: ион. διεκπλώω
1) переплывать (ἐκ τοῦ Πόντου τὸν Ἑλλήσποντον Her.);
2) проплывать мимо (Ἡρακλέων στηλέων Her.; τὰ ἕλη Plut.);
3) выплывать на другую сторону (διεκπλώσας καὶ κάμψας τὸ ἀκρωτήριον Her.);
4) воен. прорываться на кораблях (διεκπλώοντες ἐναυμάχεον Her.; δ. οὐ διδόναι Thuc.: διὰ τῶν πολεμίων νεῶν Polyb.; εἴκοσι ναυσί Plut.).

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι aor1 -έπλευσα ionic -πλώω aor1 -έπλωσα
I. to sail out through, c. acc., Hdt.: absol. to sail out, Hdt.
II. in naval tactics, to break the enemy's line by sailing through it, Hdt., Thuc.