φυγόπονος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ον, A shunning work or hardship, Plb.39.1.10.
German (Pape)
[Seite 1312] Arbeit, Anstrengung fliehend, arbeitsscheu, Pol. 40, 6,10.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγόπονος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς κόπους, ὁ μὴ θέλων νὰ ἐργασθῇ, Πολύβ. 40. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fuit le travail ou la fatigue, paresseux.
Étymologie: φεύγω, πόνος.
Greek Monolingual
-η, -ο / φυγόπονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την εργασία, οκνηρός, τεμπέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + πόνος (πρβλ. μισό-πονος, παυσί-πονος)].
Greek Monotonic
φῠγόπονος: ὁ, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
φῠγόπονος: избегающий трудов, уклоняющийся от работы Polyb.