μοσχοποιέω

From LSJ
Revision as of 13:23, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχοποιέω Medium diacritics: μοσχοποιέω Low diacritics: μοσχοποιέω Capitals: ΜΟΣΧΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: moschopoiéō Transliteration B: moschopoieō Transliteration C: moschopoieo Beta Code: mosxopoie/w

English (LSJ)

A make a calf, Act.Ap.7.41.

German (Pape)

[Seite 209] ein Kalb machen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοποιέω: κάμνω, κατασκευάζω μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fabriquer l’image d’un veau.
Étymologie: μόσχος, ποιέω.

English (Strong)

from μόσχος and ποιέω; to fabricate the image of a bullock: make a calf.

English (Thayer)

μοσχοποιῶ: 1st aorist ἐμοσχοποίησα; (μόσχος and ποιέω (cf. Winer's Grammar, 26)); to make (an image of) a calf: ἐποίησε μόσχον. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

μοσχοποιέω: μέλ. -ήσω, κατασκευάζω μοσχάρι από μέταλλο (για το είδωλο του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μοσχοποιέω: делать (золотого) тельца NT.

Middle Liddell

μοσχο-ποιέω, fut. -ήσω
to make a calf. NTest.

Chinese

原文音譯:moscopoišw 摩士何-拍誒哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:牛-作) 相當於: (מַסֵּכָה‎)+ (עֵגֶל‎)
字義溯源:鑄造牛犢,造牛犢;由(μόσχος)*=公牛)與(ποιέω)*=作,行)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 他們⋯造了一個牛犢(1) 徒7:41