νύχιος

From LSJ
Revision as of 10:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύχιος Medium diacritics: νύχιος Low diacritics: νύχιος Capitals: ΝΥΧΙΟΣ
Transliteration A: nýchios Transliteration B: nychios Transliteration C: nychios Beta Code: nu/xios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1273 (lyr.), Tim.Fr.II, parodied by Macho ap.Ath.8.341d:—A nightly, i.e. 1 of persons, doing a thing by night, ν. καταλέξεται Hes.Op.523 (v.l.), cf.Th.991, A.Ag. 588, etc.; ἀνὴρ δ' ἐκτέταται ν. as in nightly sleep, S.Ph.857 (lyr.). 2 belonging to night, ν. φθέγματα Id.Ant.1147 (lyr.); ἐνοπαί, γόοι, E.IT 1277, El.141 (both lyr.): in late Prose, ν. θεός Dam.Pr.273. 3 of places, dark as night, gloomy, νυχίαν πλάκα A.Pers.953 (lyr.); δι' ἅλα ν. E.Med.211 (lyr.); ἄντρα Id.Andr.1224 (lyr.); ὑπὸ μέλαθρα νύχια, i.e. into the nether world, Id.Hel.177 (lyr.); χάος Ar.Av. 698: in later Prose, τὸ τῶν ἄντρων ν. Porph.Antr.9.

German (Pape)

[Seite 272] att. auch 2 Endgn, näch il i ch, bei nacht geschehend od. thuend; Hes. O. 521 Theog. 991; ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός, Aesch. Ag. 574, der auch den Hermes χθόνιος καὶ νύχιος nennt, Ch. 717; νυχίων ἐπιφθεγμάτων ἐπίσκοπε heißt Bacchus als Aufseher der nächtlichen Feier, Soph. Ant. 1133; ἀνὴρ δ' ἀνόμματος ἐκτέταται νύχιος, in der Nacht, im Schlafe, Phil. 846; oft bei Eur., wie νύχιοι ὄνειροι, I. T. 1277; auch γόοι, El. 142; sp. D., νύχια θύεα, Ap. Rh. 4, 664; auch übertr., μοῖρα νύχιος, das finstere Todesgeschick, Machon bei Ath. VIII, 341.

Greek (Liddell-Scott)

νύχιος: [ῠ], -α, -ον, καὶ -ος, -ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1272, Μάχων παρ’ Ἀθην. 341D· - νυκτερινός, δηλ., 1) ἐπὶ προσώπων, πράττων τι κατὰ τὴν νύκτα, ν. καταλέξεται Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 521, πρβλ. Θεογ. 991, Αἰσχύλ. Ἀγ. 588, κτλ.· νύχιος ἢ καθ’ ἡμέραν Εὐρ. Ἠλ. 141· ἀνὴρ δ’ ἐκτέταται ν., ὡς ἐν νυκτερινῷ ὕπνῳ, Σοφ. Φιλ. 857. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ν. φθέγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1147· ἐνοπαί, ὄνειροι, γόοι Εὐρ. Ι. Τ. 1273, 1277, κτλ. 3) ἐπὶ τόπων, σκοτεινὸς ὡς ἡ νύξ, ζοφερός, νυχίαν πλάκα Αἰσχύλ. Πέρσ. 952 (Ἕρμανν. μυχίαν)· δι’ ἅλα ν. Εὐρ. Μήδ. 211, πρβλ. Ἀνδρ. 1224· ὑπὸ μέλαθρα νύχια, δηλ. εἰς τὸν κάτω κόσμον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 11· χάος Ἀριστοφ. Ὄρν. 698· πρβλ. ῥιπή.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui vit, agit ou se fait pendant la nuit;
2 plongé dans une obscurité semblable à celle de la nuit;
3 sombre, obscur.
Étymologie: νύξ.

Spanish

nocturno

Greek Monolingual

νύχιος, -ία, -ον, θηλ. και νύχιος και, κατά δ. γρφ., νύχειος, -εία, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται, που συμβαίνει κατά τη διάρκεια της νύχτας, νυχτερινός («ἰὼ πῡρ πνεόντων χοράγ' ἄστρων, νυχίων φθεγμάτων ἐπίσκοπε», Σοφ.)
2. αυτός που κάνει κάτι κατά τη νύχτα («ὅτ' ἧλθ' ὁ πρῶτος νύχιος ἄγγελος πυρός», Αισχύλ.)
3. μτφ. σκοτεινός σαν τη νύχτα («νύχια ἄντρα», Ευρ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ νύχιον
το σκοτάδι
5. φρ. «νύχια μέλαθρα» — ο Κάτω Κόσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ- του νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -(ε)ιος].

Greek Monotonic

νύχιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον, νυχτερινός,
1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει ενασχόληση τη νύχτα, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτός που συμβαίνει νύχτα, σε Σοφ., Ευρ.
3. λέγεται για τόπους, σκοτεινός όπως η νύχτα, ζοφερός, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νύχιος: (ῠ)
1) ночной (ὄνειροι Eur.; φθέγματα Soph.; ν. ἢ καθ᾽ ἡμέραν Eur.): ν. ἦλθε Aesch. он явился в ночное время; ἐκτέταται ν. Soph. он вытянулся (словно) объятый ночным сном;
2) мрачный, темный (ἅλς Eur.; χάος Arph.): ὑπὸ μέλαθρα νύχια Eur. под мрачные своды (подземного царства).

Middle Liddell

νῠ́χιος, η, ον
nightly, i. e.
1. of persons, doing a thing by night, Hes., Aesch., etc.
2. of things, happening by night, Soph., Eur.
3. of places, dark as night, gloomy, Aesch., Eur.