ἀκανθώδης
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
English (LSJ)
ες, A full of thorns, thorny, χῶρος Hdt.1.126; τὸ ῥόδον Arist.Pr.907a22, cf. Thphr.HP1.5.3, etc. 2 prickly, γλῶττα Arist.HA503a2; τρίχες ib.490b28; of the vertebrae, spinous, ib.516b20: Comp., ib.516b22. 3 metaph., λόγοι ἀ. thorny arguments, Luc.DMort.10.8; ἀ. βίος Suid.
German (Pape)
[Seite 68] ες, dornig, φυτόν Theophr.; voll Dornen, χῶρος Her. 1, 126; λόγοι ἀκ., spitzfindige, neben ἐρωτήσεις ἄποροι Luc. D. Mart. 10, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθώδης: -ες, (εἶδος) = πλήρης ἀκανθῶν· χῶρος, Ἡρόδ. 1. 126· τὸ ῥόδον, Ἀριστ. Προβλ. 12, 8, κτλ. 2) ἀκανθηρός, γλῶττα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 10, 2· τρίχες, αὐτόθι 1. 6, 6· ἐπὶ τῶν σπονδύλων = ἔχων ἀκάνθας, αὐτόθι 3. 7, 11, καὶ ἀλλ. 3) μεταφ., λόγοι ἀκ. = δύσκολοι, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ἀκ. βίος, Παροιμιογρ. πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 couvert d’épines, de ronces;
2 fig. épineux.
Étymologie: ἄκανθα, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1cubierto de abrojos o zarzas χῶρος Hdt.1.126, ὁδός Herm.Mand.6.1, τόπος Herm.Sim.6.2, 6.
2 fig., de pers. sobre espinas, preocupado de José antes del nacimiento de Jesús, Rom.Mel.1.ιαʹ.7.2
•dificultoso βίος Sud.β 295.
II 1espinoso de la columna vertebral, Arist.HA 516b20, 22
•esp. de plantas τὸ ῥόδον Arist.Pr.907a22, ὁ κάκτος Phan.38, cf. Thphr.HP 1.5.3, Plb.12.2.2, τὰ πρῶτα ζῷα φλοιοῖς περιεχόμενα ἀκανθώδεσι Placit.5.19.4, fig. λόγοι ἀκανθώδεις argumentos espinosos Luc.DMort.20.8.
2 como una espina, puntiagudo τρίχες del erizo, Arist.HA 490b28, γλῶττα de ciertos peces, Arist.HA 503a2.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀκανθώδης) ἄκανθα
1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια, αγκαθωτός, αγκαθερός
ἀκανθῶδες φυτόν
«ἀκανθῶδες ῥόδον» (Αριστοτ. Προβλ. 12, 8)
2. μτφ. δύσκολος, περίπλοκος
«ἀκανθῶδες ζήτημα», «λόγοι ἀκανθώδεις» (Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 10, 8), «ακανθώδης βίος» (Σούδα).
Greek Monotonic
ἀκανθώδης: -ες (εἶδος),
1. αυτός που είναι γεμάτος αγκάθια, ακανθώδης, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., λόγοι ἀκανθώδεις, περίπλοκα, αιχμηρά, δύσκολα ζητήματα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκανθώδης:
1) заросший терновником, тернистый (χῶρος Her.);
2) усаженный шипами или иглами (ῥάχις, γλῶττα Arst.);
3) похожий на иглы: αἱ ἀκανθώδεις τρίχες Arst. щетина;
4) придирчивый, мелочной (λόγοι Luc.).
Middle Liddell
εἶδος
1. full of thorns, thorny, Hdt.
2. metaph., λόγοι ἀκ. thorny arguments, Luc.