δοιή
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ, A doubt, perplexity, ἐν δοιῇ Il.9.230, Call.Jov.5, Antag.1.1. (Cf. Skt. dat. sg. dvayyái (dvayī´ 'duality').)
German (Pape)
[Seite 651] ἡ, Zweifel; s. δοιός.
Greek (Liddell-Scott)
δοιή: ἡ, ἀμφιβολία, δυσκολία, δισταγμός, ἀπορία, ἐν δοιῇ Ἰλ. Ι. 230, Καλλ. εἰς Δία 5. (Ἴδε ἐν λ. δύο).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
dans la loc. ἐν δοιῇ (εἶναι) être en doute.
Étymologie: fém. de δοιός.
English (Autenrieth)
only ἐν δοιῇ, in perplexity, Il. 9.230.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
duda, perplejidad ἐν δοιῇ Il.9.230, Call.Iou.5, Antag.1.1.
• Etimología: Cf. δοιός, c. identificación de las ideas de ‘división’ y ‘duda’, cf. tb. δείδω.
Greek Monolingual
δοιή, η (Α)
αμφιβολία, δισταγμός, απορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοιοί. Από την έκφραση «εν δοιῄ» (Ιλ. Ι, 230) προήλθε και το ρ. ενδοιάζω].
Greek Monotonic
δοιή: ἡ (δύο), αμφιβολία, αμηχανία, μπέρδεμα, δισταγμός, ἐν δοιῇ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δοιή: ἡ нерешительность: ἐν δοιῇ Hom., Antagoras ap. Diog. L. в нерешительности, в сомнении.
Middle Liddell
δοιή, ἡ, n [δύο]
doubt, perplexity, ἐν δοιῇ Il.