βάσκανος
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
English (LSJ)
ὁ, A one who bewitches, sorcerer, as a term of abuse, D.21.209, Men.Pk.279, Str. 14.2.7; β. καὶ φθοροποιός St.Byz. s.v. Θίβα. 2 slanderer, D.18.132, Vett.Val.358.5. II Adj. βάσκανος, ον, slanderous, malicious, Ar.Eq.103, Pl.571; ὁ συκοφάντης πανταχόθεν βάσκανον D.18.242, cf. Str.14.1.22; δύσκολος καὶ β. Plu.Fab.26; β. πρᾶγμα… ποιοῦντες D. 18.317; β. ἔσσ', Ἀΐδα Erinna 6.3; κώμων β. ἐστι λίθος AP9.756 (Aemil.); μ' ὁ β. ἥρπασε δαίμων Epigr.Gr.345; freq. in sepulchral inscriptions, IG14.1362, etc.: Sup. -ώτατος Com.Adesp.359. Adv. -νως J.AJ11.4.9, Porph.VP53. 2 β. ὀφθαλμός evil eye, Plu.2.680c, cf. Alciphr.1.15.
German (Pape)
[Seite 438] ον (βασκαίνω), Böses nachredend, verläumderisch, neidisch, Ar. Equ. 103 Plut. 571; Plat. Ax. 369 a; öfter bei Dem., βάσκ. δὲ καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν 18, 108; vgl. πονηρὸν ὁ συκοφάντης καὶ βάσκανον καὶ φιλαίτιον 18, 242; oft Anth., Ἅιδης Erinn. 3 (VII, 712); μίτος Μοιρῶν Ep. ad. 582 (App. 271); δαίμων ad. 656 (VII, 328). Der superl. in einer Dichterstelle bei Plut. de Tranquillit. 8. Als subst., Verläumder, Klätscher, Dem. 18, 132; καὶ συκοφάντης Strab. XIV p. 640. Bes. der behert, beschreit, Plut. Sympos. 5, 7; die Hexe, Rufin. 38 (V, 28).
Greek (Liddell-Scott)
βάσκᾰνος: -ον, κακολόγος, ὑβριστικός, φθονερός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 103, Πλ. 571· ὁ συκοφάντης πανταχόθεν βάσκανον Δημ. 307.20· βάσκανον…πρᾶγμα ποιοῦντες ὁ αὐτ. 330.24· βάσκανος ἔσσ’, Ἀΐδα Ἤριννα 6· με β. ἥρπασε δαίμων Συλλ. Ἐπιγρ. 3715, καὶ συχν. ἐν ἐπιτυμβ. ἐπιγραφαῖς ὡς ἐν 6200, 6315, γραφόμενον βάσκαινος ἐν 2059.31· - ὑπερθ. –ώτατος, Κωμ. ἐν Mein. Ἀποσπ. 4.671. - Ἐπίρρ. –νως Ἰωσήπ. Α.Ι.11.4,9.
ΙΙ). ὡς οὐσιαστ., κακολόγος, ὑβριστἠς, διαβολεύς, ὡς τὸ συκοφάντης, Δημ. 271.10. 2) μάγος, γόης, ὁ αὐτ. 582.1 (ἴδε ἐν λ. ὄλεθρος), Στράβ. 654.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui regarde d’un mauvais œil, qui jette un sort;
2 curieux, jaloux;
3 dénigrant, médisant, calomniateur, méchant;
Sp. βασκανώτατος.
Étymologie: DELG plus. étym. hypoth. ; pê apparenté à βάζω.
Spanish (DGE)
(βάσκᾰνος) -ον
I 1maligno, de mal agüero ὀφθαλμός Plu.2.680c, prov. δυσμενὴς καὶ β. ὁ τῶν γειτόνων ὀφθαλμός Alciphr.1.18
•de pers. οὓς οἱ μὲν βασκάνους φασί ref. los telquines, Str.14.2.7.
2 envidioso de pers. βάσκανον ὄντα καὶ συκοφάντην Artem.Eph.Geog.126, (Καΐν) β. πρῶτος Cyr.H.Catech.2.7, cf. M.Ant.2.1, Aristid.Or.50.69, Ἔρως Aristaenet.2.8.6, ἐρινύς D.H.9.45, τύχη Plu.2.254e, δαίμων Fauorin.Fr.18, Philostr.Her.14.3, frecuente en epigr. e inscr. funerarias β. ἔσσ', Ἀΐδα AP 7.712 (Erinn.), δαίμων IApameia 28.1 (I/II d.C.), Bithynische St.3.14.4 (imper.), IUrb.Rom.1148.3 (I/II d.C.), fig. β. ἐστι λίθος AP 9.756 (Aemil).
3 maldiciente, calumniador σφόδρα β. οὖσα siendo (tú) muy maldiciente Ar.Pl.571, ὁ συκοφάντης ἀεὶ καὶ πανταχόθεν βάσκανον καὶ φιλαίτιον el sicofanta es siempre y por doquier maldiciente y buscapleitos D.18.242, ἀστεισμοῦ λόγον παρέδωκε τοῖς βασκάνοις Philostr.VS 577.
4 malicioso, malvado de pers. ἄνθρωπε βασκανώτατε Com.Adesp.359, δύσκολος ἀνὴρ καὶ β. Plu.Fab.26, ὁ φαῦλος Ph.2.4, ὑπό τινων βασκάνων ἀνθρώπων Melit.Fr.1.3, op. ἀγαθὸς καὶ δίκαιος Vett.Val.10.14.
II subst. ὁ, ἡ β.
1 hechicero, que practica el mal de ojo Aristaenet.1.25.29, Suppl.Mag.6.9.
2 el calumniador Ar.Eq.103, ὁ β. οὗτος el calumniador ese D.18.132.
3 truhán, sinvergüenza, malvado τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δ' ὄλεθρον, τοῦτον δ' ὑβρίζειν ¡que ese truhán, que ese miserable, que ése cometa ultrajes! D.21.209, cf. Men.Pc.529, ὁ ὀφθαλμός τοῦ βασκάνου el ojo del malvado, e.e. el mal de ojo, SB 6295.3, cf. 12222.5 (III/IV d.C.).
III adv. -ως
1 por envidia, envidiosamente οἱ δὲ Σαμαρεῖς ἀπεχθῶς πρὸς αὐτοὺς καὶ β. διακείμενοι I.AI 11.114, cf. Eun.VS 455.
2 maldicientemente ὑπὸ τῶν β. ὕστερον συκοφαντούντων Porph.VP 53.
3 maliciosamente οἱ δὲ β. ταῦτα ξυνθέντες Philostr.VA 7.35.
• Etimología: Se rel. gener. c. lat. fascinus deriv. de fascis y a su vez c. gr. βασκευταί y βάσκιοι q.u., suponiendo un origen trac. o ilir. de todo el grupo.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βάσκανος, -ον)
1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα»)
2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει
αρχ.
1. κακολόγος, υβριστής
2. συκοφάντης, διαβολεύς
3. μάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχθηκε ότι η λ. βάσκανος αποτελεί ρηματικό όνομα του βάσκω «λέγω, κακολογώ» (Ησύχ.), το οποίο συνδέεται ίσως με το ονοματοποιημένο βάζω (III) «λέγω, μιλώ». Μπορεί όμως να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλ. η σημ. «κακολογώ» του ρ. βάσκω να έχει προέλθει από παρετυμολογική σύνδεση προς το βάσκανος. Τέλος, εάν η λ. βάσκανος χρησιμοποιόταν στη μαγεία, τότε προέρχεται πιθ. από μία θρακοϊλλυρική λ. αντίστοιχη των φημί, φάσκω, λατ. for (ινδοευρ. bhā «μιλώ»). Δεν αποκλείεται εξάλλου μία σχέση μεταξύ του ελλ. τ. και του λατ. fascinus, -i (ή fascinum, -i), που υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από λατ. fascis «δέσμη», γιατί σχετιζόταν με μία μαγική τελετή, κατά την οποία δενόταν σφιχτά το θύμα].
Greek Monotonic
βάσκᾰνος: -ον, I. αυτός που μαγεύει, μοχθηρός, δυσφημιστικός, κακόβουλος, σε Αριστοφ., Δημ.
II. 1. ως ουσ., κακολόγος, υβριστής, πλανευτής, στον ίδ.
2. μάγος, γόης, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
βάσκᾰνος:
1) завистливый, злобный Arph., Plat., Dem., Plut., Anth.;
2) клевещущий Arph., Dem.;
3) наводящий злые чары Anth.
II ὁ
1) завистник Dem.;
2) клеветник Dem.;
3) насылатель злых чар Anth.
Frisk Etymological English
-ον
Grammatical information: adj. und subst. m.
Meaning: one who bewitches, sorcerer, slanderer (Att.).
Derivatives: βασκανία, βασκάνιον bewitching, witchcraft; βασκοσύνη id. (Poet. de herb., mag. Pap.), for βασκ(αν)οσύνη. Denom. βασκαίνω bewitch .
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur.?
Etymology: Connected with βάσκειν λέγειν, κακολογεῖν and further with βάζω (q.v.). But βάσκειν as κακολογεῖν may have been influenced by βάσκανος. DELG finds the meaning too general. Kretschmer Einleitung 248 n. 4, thinks of a Thraco-Illyr. representative of φημί, φάσκω, which is semantically as weak. - One also tries to connect Lat. fascinum; it cannot be a loan from Greek. The central meaning may have been bind. The word may be a European substratum word. Cf. βασκευταί, βάσκιοι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάσκανος -ον
1. adj. kwaadwillend, kwaadaardig, gemeen:; σφόδρα β. οὖσα al ben je zeer kwaadwillend Aristoph. Pl. 571; βάσκανον πρᾶγμα vileine praktijk Dem. 18.317; afgunstig:. βάσκανος ἔσσ’, Ἀίδα je bent afgunstig, Hades AP 7.712.3.
2. subst. kwaadspreker:. ὁ βάσκανος οὗτος die kwaadspreker Dem. 18.132; οἷοι γάρ εἰσ’ οἱ βάσκανοι hoe vreselijk zijn toch die kwaadsprekers Men. Peric. 529.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
I. slanderous, envious, malignant, Ar., Dem.
II. as substantive a slanderer, Dem.
2. a sorcerer, Dem.
Frisk Etymology German
βάσκανος: -ον
{báskanos}
Grammar: Adj. und Subst. m.
Meaning: beschreiend, verleumderisch, behexend; Verleumder (att. usw.).
Derivative: Davon βασκανία das Beschreien, Behexen, Verleumdung; βασκάνιον das Behexen, Zauber; βασκοσύνη ib. (Poet. de herb., mag. Pap.), haplologisch für βασκ(αν)οσύνη (Schwyzer 263). Neben βάσκανος das wohl denominative βασκαίνω beschreien, verleumden, behexen, beneiden (vgl. Schwyzer 700, 725) mit βασκαντικός und ἀβάσκαντος ‘dem das Behexen nicht schadet bzw. schaden möchte’ (zum optativischen Sinne Kretschmer Glotta 27, 229), auch aktiv nicht behexend (Pap. u. a.).
Etymology: Da sich als Grundbedeutung dieser aus der attischen und späteren Lit. wohlbelegten Wortsippe beschreiend, beschreien empfiehlt, liegt es nahe, in βάσκανος ein Verbalnomen des bei H. belegten βάσκειν· λέγειν, κακολογεῖν zu sehen mit weiterem Anschluß an das onomatopoetische βάζω (s. d.). Indessen kann βάσκειν im Sinn von κακολογεῖν auch eine semantische Rückbildung aus βάσκανος sein, wobei für βάσκανος als Zauberwort nördlicher Ursprung in Betracht käme (Kretschmer Einleitung 248 A. 4, G. Meyer IF 6, 106), vielleicht von einem thrako-illyr. Vertreter von φημί, φάσκω, idg. bhā- sprechen (Walde LEWb2 s. fascinum, der auch für βάσκειν denselben Ursprung erwägt). — Über das mit βάσκανος irgendwie in Verbindung stehende lat. fascinum s. W.-Hofmann s. v. mit ausführlichen Lit.-Hinweisen.
Page 1,223-224