ῥαντισμός

From LSJ
Revision as of 10:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντισμός Medium diacritics: ῥαντισμός Low diacritics: ραντισμός Capitals: ΡΑΝΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: rhantismós Transliteration B: rhantismos Transliteration C: rantismos Beta Code: r(antismo/s

English (LSJ)

ὁ, A sprinkling, ὕδωρ ῥαντισμοῦ LXX Nu.19.9 sq.; αἷμα ῥαντισμοῦ Ep.Hebr.12.24, cf. 1 Ep.Pet.1.2.

German (Pape)

[Seite 834] ὁ, Besprengen, Benetzung, LXX. u. N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντισμός: ὁ, τὸ ῥαντίζειν, ῥάντισμα, ὕδωρ ῥαντισμοῦ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΘ΄, 9 κἑξ.)· αἷμα ῥαντισμοῦ Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ιβ΄, 24· πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 2· - οὕτω, ῥάντισις, εως, ἡ, Achmes Ὀνειροκρ. 188, ἐν τῇ ἐπιγραφ., καὶ ῥάντισμα, τό, Βασίλ. τ. 2, σ. 242D, κλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
aspersion.
Étymologie: ῥαντίζω.

English (Strong)

from ῥαντίζω; aspersion (ceremonially or figuratively): sprinkling.

Greek Monolingual

ο / ῥαντισμός, ΝΜΑ ῥαντίζω
το ράντισμα με αγιασμένο νερό ή άλλο υγρό για εξαγνισμό (α. «ὕδωρ ῥαντισμοῦ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ
β «αἵματι ῥαντισμοῦ κρεῖττον λαλοῦν τι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)
νεοελλ.
ο ψεκασμός.

Greek Monotonic

ῥαντισμός: ὁ, ράντισμα, ψεκασμός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ῥαντισμός:окропление NT.

Middle Liddell

ῥαντισμός, οῦ, ὁ, [from ῥαντίζω
a sprinkling, NTest.

Chinese

原文音譯:?antismÒj 嵐提士摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:灑(水)
字義溯源:灑水禮,灑,灑洗;源自(ῥαντίζω)=灑水),而 (ῥαντίζω)出自(ῥᾳδιουργία)X*=灑)
出現次數:總共(2);來(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 洗淨(1) 彼前1:2;
2) 所灑的(1) 來12:24