σόλοικος

From LSJ
Revision as of 12:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σόλοικος Medium diacritics: σόλοικος Low diacritics: σόλοικος Capitals: ΣΟΛΟΙΚΟΣ
Transliteration A: sóloikos Transliteration B: soloikos Transliteration C: soloikos Beta Code: so/loikos

English (LSJ)

ον, A speaking incorrectly, using broken Greek, φθόγγος Anacr.79; οἱ σόλοικοι foreigners, Hippon.46; βάρβαρον ἢ σ. τι M.Ant. 1.10. II metaph., erring against good manners, awkward, in bad taste, τῷ τρόπῳ X.Cyr.8.3.21 (Comp.), cf. Arist.Rh.1391a4, Cic.Att. 14.6.2, Plu.2.817b; σολοικότερον, c. inf., it would be clumsy, absurd, Hp.Fract.15. Adv. -κως rudely, σ. κεκομμένοι, of coins, Zeno Stoic. 1.23. (Said to come from the corruption of the Attic dialect among the Athenian colonists of Σόλοι in Cilicia, Str.14.2.28, D.L.1.51.)

German (Pape)

[Seite 912] fehlerhaft sprechend, Fehler gegen die Regeln der Sprache machend, eine falsche Mundart sprechend, u. allgemein, Verstöße gegen die gute Lebensart begehend, sich ungesittet, bäurisch betragend; auch σολοικότερος τῷ τρόπῳ, Xen. Cyr. 8, 3, 21, Ggstz von ἐλευθερώτερος, von roheren Sitten; καὶ ἀπειρόκαλος, Plut. reip. ger. praec. 21; καὶ ἀπαίδευτος ἄνθρωπος, Luc. Demon. 40. – Die Alten führen das Wort auf die Stadt Σόλοι, Colonie der Athener in Cilicien, zurück, deren Einwohner die Mundart ihrer Mutterstadt schnell vergaßen und sich durch ein bes. fehlerhaftes Griechisch auszeichneten, D. L. 1, 51; Hipponax u. Anacr. sollen alle Ausländer σολοίκους genannt, das Wort also gleichbedeutend mit βάρβαρος gebraucht haben, auct. de barbarismo p. 193 u. 204, hinter Ammon. Valck.

Greek (Liddell-Scott)

σόλοικος: -ον, ὁ λαλῶν οὐχὶ ὀρθῶς, ἁμαρτάνων περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, βάρβαρος, φθόγγος Ἀνακρ. 79· οἱ Σόλοικοι, ξένοι, Ἱππῶν. 36· βάρβαρον ἢ σ. τι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 10. ΙΙ. μεταφορ. ὡς τὸ ἀπειρόκαλος, ὁ περὶ τοὺς τρόπους σφαλλόμενος, φερόμενος ἀγροίκως, «χωριάτης», σ. τῷ τρόπῳ Ξεν. Κύρ. 8. 3, 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 16. 2, Πλούτ. 2. 817Α· σολοικότερον ἂν εἴη, μετ’ ἀπαρ., θὰ ἦτο ἄγροικον, ἠλίθιον, Ἱππ. Ἀγμ. 763. ― Ἐπίρρ. -κως, ἀγροίκως, ἀξέστως, χονδροειδῶς, σ. κεκομμένοι, ἐπὶ νομισμάτων, Διογ. Λ. 7. 18. (Λέγεται ὅτι παρήχθη ἡ λέξις ἐκ τῆς παραφθορᾶς τῆς Ἀττικῆς διαλέκτου ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἀποίκων τῶν ἐν Σόλοις τῆς Κιλικίας, Στράβ. 663, Διογ. Λ. 1. 51). ― Καθ’ Ἡσύχ·: «σόλοικον· τὸ ἀμαθές», καὶ «σόλοικος· ἐπισεσυρμένος, ἀδιάφορος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pèche contre les règles du langage, qui parle mal, du n. d'une colonie d'Athéniens établis à Soles en Cilicie et qui parlaient un mauvais patois;
2 p. anal. qui pèche contre les règles de la bienséance, gauche, maladroit, grossier.
Étymologie: Σόλοι.

Greek Monolingual

-η, -ο / σόλοικος, -ον, ΝΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που διαπράττει σολοικισμούς κατά τη χρήση της γλώσσας
2. (για κείμενο ή λόγο) αυτός που παρουσιάζει σολοικισμούς, συντακτικά κυρίως λάθη
νεοελλ.
1. ανάρμοστος, απρεπής
2. αυτός που δεν ταιριάζει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται με άξεστο τρόπο, αγροίκος, χωριάτης
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σόλοικοι
οι ξένοι.
επίρρ...
σόλοικα / σολοίκως ΝΑ
νεοελλ.
με σολοικισμό, με γλωσσικά σφάλματα
αρχ.
με άξεστο, με χονδροειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σολοικίζω.

Greek Monotonic

σόλοικος: -ον, I. αυτός που κάνει συντακτικά σφάλματα όταν μιλάει, που χρησιμοποιεί επαρχιωτικούς ιδιωματισμούς, αγροίκος, άξεστος, χωριάτης, σε Ανακρ. κ.λπ.
II. μεταφ., αυτός που κάνει λάθη ως προς τους καλούς τρόπους, αγροίκος, αδέξιος, σε Ξεν., Αριστ. (Λέγεται ότι προήλθε από την παραφθορά της Αττικής διαλέκτου από τους Αθηναίους αποίκους της πόλης Σόλλοι στην Κιλικία).

Russian (Dvoretsky)

σόλοικος:
1) неправильно говорящий, допускающий ошибки (φθόγγος Anacr.) (жители Сол Киликийских говорили, якобы, на особенно испорченном греческом языке);
2) невоспитанный, неотесанный, грубый, Arst., Plut., Luc.: σ. τῷ τρόπῳ Xen. с дурными манерами.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σόλοικος -ον [σολοικίζω] eigenl. die incorrect spreekt, uitbr. die fouten maakt tegen de goede smaak, onbeschaafd, lomp.

Middle Liddell

σόλοικος, ον,
I. speaking incorrectly, using provincialisms, Anacr., etc.
II. metaph. erring against good manners, awkward, clumsy, Xen., Arist. [Said to come from the corruption of the Attic dialect by the Athenian colonists of Σόλοι in Cilicia.]