καλλιρρήμων
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, gen. ονος, elegant, λέξις D.H.Comp.3; λέξεως μόρια ib.16.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιρρήμων: -ον, ἐπὶ λέξεων, καθαρὰ καὶ καλλιρρήμων λέξις, καλὴ καὶ γλαφυρὰ ἐν τῇ ἐκφράσει, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3 καὶ 16, (τ. 5, σ. 12 καὶ 101, 12) ἔκδ. Reisk.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui parle agréablement.
Étymologie: καλός, ῥῆμα.
Greek Monolingual
καλλιρρήμων, -ον (Α)
κομψός, γλαφυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ρρήμων < ῥῆμα < εἴρω (II) «λέγω»), πρβλ. βραχυρρήμων, μεγαλορρήμων].
Greek Monotonic
καλλιρρήμων: -ον (ῥῆμα), με γλαφυρή, κομψή γλώσσα.