κότινος
English (LSJ)
ὁ (also ἡ Theoc.5.32), wild olive-tree, Ar.Av.621 (anap.), Pl.943; τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνῳ (sc. at Olympia) ib.586, cf. AP9.357, Thphr.HP4.13.2; τὰ ξύλα τὰ ἀπὸ τοῦ κ. IG11(2).287 A22 (Delos, iii B. C.): distinguished from ἀγριελαία by Sch.Pl.Phdr.236b (in neut. κότινον, τό), but identified by Dsc.1.105. (In Ar.Pl.592 the v.l. κοτίνῳ στεφάνῳ may point to κοτινῷ dat. of Adj. κοτινοῦς.)
German (Pape)
[Seite 1493] ὁ u. ἡ, nach Moeris der attische Ausdruck für ἀγριέλαιος, der wilde Oelbaum, Ar. Av. 621 u. Sp., wie Plut. Fab. 20. Aus seinen Zweigen wurden die Kränze für die olympischen Sieger geflochten, κοτίνου στέφανος, Ar. Plut. 586. 592, Archi. 1 (IX, 357); vgl. Paus. 6, 13, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κότῐνος: ὁ καὶ ἡ, ἀγρία ἐλαία (τὸ δένδρον), Λατ. oleaster, Ἀριστοφ. Ὄρν. 621, Πλ. 943· ἐξ αὑτῆς ἐγίνοντο οἱ στέφανοι κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας (Ἀνθ. Π. 9. 357), τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνου Ἀριστοφ. Πλ. 586, πρβλ. 592 (ἔνθα ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Πόρσωνι, κοτινῷ στεφάνῳ, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθέτου, κοτινόεις, -οῦς), πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2, Κλήμ. Ἀλ. 672, Ἀνθ. Π. 357, Σχολ. Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β (κατ’ οὐδέτ. κότινον, τό), ἔνθα λέγεται ὅτι διαφέρει τῆς ἀγριελαίας· πρβλ. καὶ ἔλαιος, φαύλιος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
olivier sauvage, plante.
Étymologie: DELG sans doute emprunt.
Syn. ἀγριέλαιος, ἔλαιος, πυρκαϊά, φυλία.
Greek Monolingual
ο (ΑM κότινος και κόστινος, ὁ, Α και κότινος, ή)
1. αγριελιά («ἐν ταῑσιν κομάροις καὶ τοῖς κοτίνοις στάντες ἔχοντες κριθάς», Αριστοφ.)
2. στεφάνι από αγριελιά που δινόταν ως βραβείο, ιδίως στους ολυμπιονίκες («ὃς τὸν κότινον ἐν τρισὶν ὀλυμπιάσιν ἀνείλετο ὀκτάκις», Παυσ.)
3. έπαθλο, βραβείο
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία του είδους Rhus cotinus του γένους ρους
2. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. δάνεια λ., την οποία στη συνέχεια δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cotinus. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ινος (πρβλ. κόφ-ινος). Η λ. ως επιστημον. όρος της βοτ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cotinus < λατ. cotinus < κότινος.
Greek Monotonic
κότῐνος: ὁ και ἡ, αγριελιά, λατ. deaster, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κότινος -ου, ὁ en ἡ wilde olijf(boom):. κοτίνου στεφάνῳ met een krans van wilde olijf (voor overwinnaars) Aristoph. Pl. 586.
Russian (Dvoretsky)
κότῐνος: ὁ дикая маслина Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: wild olive, ἀγριελαία (Ar., Thphr.; on the naming Strömberg Theophrastea 166 n. 1),
Compounds: as 1. member e. g. in κοτινη-φόρος wild olives carrying (Mosch.); κοτινάς f. the fruit of the wild olive (Hp.), (olive) grafted upon a wild olive (Poll.); on the formation Chantraine Formation 353.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained, prob. LW [loanword] (Chantraine 203, cf. Schwyzer 491). Cf. Schrader-Nehring Reallex. 2, 131. From it Lat. cotinus Rhus cotinus (Plin.).
Middle Liddell
κότῐνος, ὁ, ἡ,
the wild olive-tree, Lat. oleaster, Ar.
Frisk Etymology German
κότινος: {kótinos}
Grammar: m. (f.)
Meaning: wilder Ölbaum, ἀγριελαία (Ar., Thphr. usw.; zur Benennung Strömberg Theophrastea 166 A. 1),
Composita: als Vorderglied z. B. in κοτινηφόρος wilde Ölbäume tragend (Mosch.); κοτινάς f. die Frucht des wilden Ölbaums (Hp.), auf einen wilden Ölbaum gepropfter Ölbaum (Poll.); zur Bildung Chantraine Formation 353.
Etymology: Unerklärt, wahrscheinlich LW (Chantraine 203, vgl. Schwyzer 491). Vgl. Schrader-Nehring Reallex. 2, 131. Daraus lat. cotinus Perückenbaum (Plin.).
Page 1,931