ἀναπειράομαι

From LSJ
Revision as of 10:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπειράομαι Medium diacritics: ἀναπειράομαι Low diacritics: αναπειράομαι Capitals: ΑΝΑΠΕΙΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: anapeiráomai Transliteration B: anapeiraomai Transliteration C: anapeiraomai Beta Code: a)napeira/omai

English (LSJ)

try or attempt again: generally, make a trial, essay, τοῖς σκάφεσι Plb.25.4.9; ἀναπειρᾶσθαι ναῦν make trial of a new ship, prove her, D.51.5; also of the ship herself, πάντες ἑωρᾶθ' ὑμεῖς ἀναπειρωμένην τὴν ναῦν ibid.; esp. as a naval term, manœuvre, exercise, Hdt.6.12, Th.7.7,12,51.

German (Pape)

[Seite 201] sich (wieder, wiederholt) versuchen, bes. von kriegerischen Uebungen, exerciren, Her. 4, 12; von der Flotte, τὸ ναυτικὸν ἐπλήρουν καὶ ἀνεπειρῶντο Thuc. 7, 7; σκάφεσιν ἅπασι Pol. 26, 7; ναυσί D. Sic. 13, 8: ναῦν ἀναπειρωμένην ἑωρᾶτε Dem. 51, 5. 6, ein Schiff zum Versuche ins Meer lassen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπειράομαι: ἀποθ., (ἴδε πειράω): δοκιμάζω ἢ ἐπιχειρῶ ἐκ νέου, ἐν γένει ποιῶ δοκιμήν, ἀπόπειραν, Πολύβ. 26. 7, 9· ἀναπειρᾶσθαι ναῦν, κάμνω δοκιμὴν νέου πλοίου, τὸ ἐξετάζω, δοκιμάζω αὐτό, Δημ. 1229. 19. ΙΙ. ὡς στρατιωτικὸς καὶ ναυτικὸς ὅρος, ἐπαναλαμβάνω ἢ ἐξακολουθῶ τὰς ἀσκήσεις τὰς ὁποίας ἤρχισα, Ἡρόδ. 6.12, ἁπλῶς, ἐξασκοῦμαι, Θουκ. 7.7., 12. 51.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
recommencer ou continuer ses exercices, sa manœuvre.
Étymologie: ἀνά, πειράομαι.

Spanish (DGE)

1 c. ac. probar πάντες ἑωρᾶθ' ὑμεῖς ἀναπειρωμένην τὴν ναῦν todos vosotros visteis la nave en pruebas D.51.5.
2 abs. hacer ejercicios o maniobras navales Hdt.6.12, Th.7.7, 12, 51, ἅπασι τοῖς σκάφεσι Plb.25.4.9
de aves hacer ejercicios, aprender a volar Plu.2.992b.

Greek Monotonic

ἀναπειράομαι: αποθ., προσπαθώ ή επιχειρώ ξανά· ως στρατιωτικός και ναυτικός όρος, επαναλαμβάνω ή εξακολουθώ τις ασκήσεις, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπειράομαι:
1) подвергать испытанию, испытывать (ναῦν Dem.);
2) заниматься военными упражнениями, производить военные маневры Her., Thuc., Diod.: ἀναπεπειρᾶσθαι ἅπασι τοῖς σκάφεσι Polyb. устроить маневры всего флота.

Middle Liddell


Dep., to try or attempt again: as a military and naval term, to renew or continue their exercises, Hdt., Thuc.