πολύκαρπος
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ον, A fruitful, ἀλωή Od.7.122, 24.221; χθών Pi.P.9.7 (Sup.); τὸν π. οἰνάνθας βότρυν E.Ph.230 (lyr.); δένδρον Pl.Ti.86c (Comp.), cf. Hp.Insomn.90, etc.; στέφανος μύρτων Ar.Ra.328, cf. IG3.726; rich in fruit, Φρύγες πολυκαρπότατοι Hdt.5.49; θεοί CIG2175. II πολύκαρπον, τό, = κραταιόγονον, Hp.Mul.1.65, acc. to Gal.19.132; = πολύγονον ἄρρεν, Dsc.4.4.
German (Pape)
[Seite 664] mit od. von vielen Früchten, fruchtbar; ἀλωή, Od. 7, 122. 24, 221; χθονὸς πολυκαρποτάτας, Pind. P. 9, 7; τὸν πολύκαρπον οἰνάνθας βότρυν, Eur. Phoen. 238; Φρύγες πολυκαρπότατοι, Her. 5, 49; πολυκαρπότερον σπέρμα, Plat. Tim. 86 c; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον καρπόν, εὔφορος, ἀλωὴ Ὀδ. Η. 122, Ω. 221· χθὼν Πινδ. Π. 9. 14· τὸν π. οἰνάνθας βότρυν Εὐρ. Φοίν. 230· στέφανος μύρτων Ἀριστοφ. Βάτρ. 301· Φρύγες πολυκαρπότατοι Ἡρόδ. 5. 49· θεοὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 2175. ΙΙ. πολύκαρπον, τό, εἶδος κραταιογόνου (βοτάνης), Ἱππ. 615. 18, Γαλην. Λεξ. σ. 548.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit beaucoup de fruits, riche en fruits, très fécond;
Cp. πολυκαρπότερος, Sp. πολυκαρπότατος.
Étymologie: πολύς, καρπός.
English (Autenrieth)
(καρπός): fruitful, Od. 7.122 and Od. 24.221.
English (Slater)
πολῠκαρπος fruitful νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύκαρπος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτό ή τόπο) αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, εύκαρπος, εύφορος (α. «πολύκαρπο χωράφι» β. «τόθι νιν πολυμήλου και πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονός», Πίνδ.)
2. (για πρόσ.) καρπερός, γόνιμος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πολύκαρπον
το φυτό οποπάναξ
αρχ.
1. (για θεό) αυτός που παρέχει άφθονους καρπούς
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύκαρπον
είδος φυτού του γένους πολύγονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + καρπός (Ι) (πρβλ. ολιγό-καρπος)].
Greek Monotonic
πολύκαρπος: -ον, πλούσιος σε φρούτα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
πολύκαρπος: обильный плодами, плодородный (ἀλωή Hom.; χθών Pind.; Φρύγες Her.; τὰ φυτά Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκαρπος -ον [πολύς, καρπός] rijk aan vruchten, vruchtbaar:; ἆσσον ἴεν πολυκάρπου ἀλωῆς hij kwam dichter bij de vruchtbare boomgaard Od. 24.221; π. στέφανος krans vol vruchten Aristoph. Ran. 328; van pers..; πολυκαρπότατοι die de rijkste oogsten binnenhalen Hdt. 5.49.5; epithet van Demeter. Theocr. Id. 10.42.
Middle Liddell
πολύ-καρπος, ον,
rich in fruit, Od., Hdt., attic