ὕψος
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
εος, τό, (ὕψι)
A height, ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος A.Ag.1376; εἰς ὕψος αἴρειν τινά E.Ph.404; κυπαρίττων ὕψη καὶ κάλλη Pl.Lg.625c; ὕψος ἔχειν, ὕψος λαμβάνειν, rise some height, Th.1.91, 4.13, cf. 2.75; ἀφ' ὕψους [με] δισκοβόλησε Epigr.Gr.336 (Alexandria Troas): pl., Pl.Ti. 44d: abs. ὕψος, in height, opp. μῆκος, εὖρος, πλάτος, Hdt.1.50, 178, IG12.372.24, 22.1666A79, PMich.Zen.38.12, al. (iii B. C.); so ἐς ὕψος Hdt.2.13, 155.
II metaph., summit, crown, ὕψος ἀμαθίας Pl.Ep.351d; ὕψος σεμνότητος Arist.Mu.398a12.
2 sublimity, grandeur, τῶν λόγων Metrod.Herc.831.8, cf. Longin.1.1, al.: pl., Id.3.4, 7.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὕψος: -εος, τό, (ὕψι) ὡς καὶ νῦν, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. (ἴδε κατωτ.), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1376 (ἴδε ἐκπήδημα)· εἰς ὕψος αἴρειν τινὰ Εὐρ. Φοίν. 404· ὕψος ἔχειν, λαμβάνειν Θουκ. 1. 91., 4. 13, πρβλ. 2. 75· ἀφ’ ὕψους [με] δισκοβόλησε Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 336· ― ἀπολ., ὕψος, κατὰ τὸ ὕψος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μῆκος ἢ εὖρος, Ἡρόδ. 1. 50, 178· οὕτως, ἐς ὕψος ὁ αὐτ. 2. 13, 155. ΙΙ. μεταφορ., τὸ ὑψηλότατον σημεῖον, ἡ κορυφή, ἡ κορωνίς, ὕψος ἀμαθίας Πλάτ. Ἐπιστ. 351Ε· σεμνότητος Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 8· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 46C· κυπαρίττων ὕψη, ἴδε κάλλος 3. 2) ὕψος λόγου ἢ ἐννοιῶν, Λογγῖν. 1. 1, κλπ.· ἐν τῷ πληθ., 3. 4, 7. 4.
French (Bailly abrégé)
ion. εος, att. ους (τό) :
1 hauteur, élévation ; ἐς ὕψος ou abs. ὕψος en hauteur ; fig. en parlant du style élévation du style, style sublime ; περὶ ὕψους « de sublimitate », ouvrage de [Longin];
2 cime, sommet ; fig. ὕψος ἀμαθίας, le comble, le summum de l'ignorance.
Étymologie: ὑπό.
English (Strong)
from a derivative of ὑπέρ; elevation, i.e. (abstractly) altitude, (specially), the sky, or (figuratively) dignity: be exalted, height, (on) high.
English (Thayer)
ὕψους, τό, from Aeschylus and Herodotus down, the Sept. for מָרום, קומָה, גֹּבַה, etc., height: properly, of measure, A. V. on high), rank, high station: ὕψος ἀρετῆς, Plutarch, Popl. 6).
Greek Monotonic
ὕψος: -εος, τό (ὕψι),
I. ύψος, σε Ηρόδ., Αττ.· ὕψος ἔχειν, λαμβάνειν, φθάνω σε κάποιο ύψος, σε Θουκ.· απόλ., ὕψος, σε ύψος, καθ' ύψος, αντίθ. προς τα μῆκος ή εὗρος, σε Ηρόδ.
II. μεταφ., κορυφή, αποκορύφωμα, κορωνίδα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὕψος: εος τό иногда pl.
1) высота, вышина: τεῖχος ὕψος (или ἐς ὕψος) διηκοσίων πηχέων Her. стена высотою в двести локтей; ὕψος λαμβάνειν Thuc. подниматься вверх, расти; εἰς ὕψος μέτα αἴρειν τινά Eur. поднимать кого-л. на большую высоту; κυπαρίττων ὕψη Plat. вышина кипарисов;
2) высшая степень, верх (ἀμαθίας Plat.; σεμνότητος καὶ ὑπεροχῆς Arst.);
3) высокое положение, вознесенность NT.
Middle Liddell
ὕψος, ος, εος, τό, [ὕψι]
I. height, Hdt., attic; ὕψος ἔχειν, λαμβάνειν to rise to some height, Thuc.:—absol. ὕψος, in height, opp. to μῆκος or εὖρος, Hdt.
II. metaph. the top, summit, crown, Plat.
Chinese
原文音譯:Ûyoj 虛普所士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:高 相當於: (מָרֹום) (קֹומָה) (רוּם)
字義溯源:高超,高,高處,上頭,升高;源自(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)
出現次數:總共(6);路(2);弗(2);雅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 高(2) 弗3:18; 啓21:16;
2) 高處(2) 路1:78; 弗4:8;
3) 升高(1) 雅1:9;
4) 上頭(1) 路24:49