εὐτυχέω
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
impf. ηὐτύχουν or εὐτ- S.Fr.107.10, etc.: fut. -ήσω E.Or.1212: aor. 1 ηὐτύχησα or εὐτ- ib.542, etc.: pf. ηὐτύχηκα or εὐτ- Pl.Lg.811c, etc.: 3pl. plpf. A ηὐτυχήκεσαν D.18.18:—Pass., aor. 1 εὐτυχήθην Hdn.2.8.3, 2.9.3: pf. εὐτύχημαι Th.7.77, etc.:—to be prosperous, be fortunate, Pi.O.7.81, I.3.1, etc.; οἱ εὐτυχοῦντες people in prosperity, Antipho 2.4.9; εὐ. τινός to be well off for a thing, Luc. Charid.23; εἰ μνήμης εὐτυχῶ if I remember rightly, Ath.2.58c: c. dat., τῷ πολέμῳ Hdt.1.171, cf. S.El.68; τῷ βίῳ Men.655: more freq. c. acc. rei, τοὺς ἄλλους πολέμους Hdt.1.65; τὰ πάντα Id.3.40, cf. S.OT88; ἐς τέκνα E.Or.542, Ion567; ἔν τινι X.HG7.1.5: c. part., to succeed in doing, E.Or.1212, cf. X.HG7.1.11: later c. inf., Plu.2.333e, Vett.Val.241.11, Longus 4.19, D.L.9.100: c. acc. cogn., εὐ. εὐτύχημα X.An.6.3.6; εὐτύχει at the close of letters, Pl.Ep.321c; εὐτυχεῖτε Ep.Philipp. ap. D.18.78, Septimius Severus in IG12(7).243.30; εὐτύχει on gravestones, CIG4346 (Side), 4837 (Egypt); ἀλλ' εὐτυχοίης fare thee well! A.Ch.1063, S.OT1478, E. Med.688. 2 of things, turn out well, prosper, βρότεια πράγματ' εὐτυχοῦντα A.Ag.1327; πόνου τοι χωρὶς οὐδὲν εὐτυχεῖ S.El.945; τὰ εὐτυχοῦντα Id.Fr.681; τὰ πολλὰ… εὐτυχοῦντα if they succeed, Th. 3.39, cf. 4.79:—also in Pass., ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται = the enemies have had success enough Id.7.77; τὰ τῆς μάχης εὐτυχεῖτο Plu.Num.12: ταῦτα αὐτοῖς ἐς κάλλος εὐτύχηται Gal.Protr.12; ἄπιστον τὸ -ούμενον Alciphr.2.3; of a person, εὐτυχηθείς Iamb.VP2.9. II Act., obtain, attain to, παρὰ τῶν Σεβαστῶν στέφανον Ephes.3 No.70, cf. Sch.Pi.P.9.173, PMasp.23.23 (vi A.D.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
les temps à augm. en εὐ- ou en ηὐ-;
I. en parl. de pers.
1 être heureux, prospérer, réussir : τινι, τι en qch ; εἴς τινα ou ἔς τι être heureux à l'égard de qqn ou de qch ; εὐτ. εὐτύχημα XÉN ou εὐτυχίας PLUT avoir du bonheur, des succès ; abs. εὐτύχει sois heureux ! εὐτυχεῖτε soyez heureux ! ἀλλ’ εὐτυχοίης eh bien, sois heureux !;
2 p. ext. atteindre, obtenir, gén. ou acc.;
II. en parl. de choses tourner heureusement, prospérer, réussir ; Pass. être fait ou conduit avec succès.
Étymologie: εὐτυχής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτῠχέω: παρατ. ηὐτύχουν ἢ εὐτύχουν Σοφ., κλ.: μέλλ. -ήσω Εὐρ. Ὀρ. 1212· ἀόρ. ηὐτύχησα ἢ εὐτ-, Εὐρ., κλ.: πρκμ. ηὐτύχηκα ἢ εὐτ- Πλάτ., κλ.: γ΄ πληθ. ὑπερσ. εὐτυχήκεσαν Δημ. 231.· 4: - Παθ. ἀόρ. εὐτυχήθην Ἡρῳδιαν. 2. 14: πρκμ. εὐτύχημαι, ἴδε ἐν τέλει. Εἶμαι εὐτυχής, εἶμαι ἐν καλῇ καταστάσει. εὐημερῶ, Πίνδ. Ο. 7. 149, Ι. 3. 1, Ἡρόδ., κλ.· πόνου χωρὶς οὐδὲν εὐτυχεῖ Σοφ. Ἠλ. 945· οἱ εὐτυχοῦντες, οἱ ἐν εὐτυχία ὄντες, Ἀντιφῶν 120. 14: - εὐτ. τινος, εἶμαι εὐτυχής ὡς πρός τι, Λουκ. Χαρίδημ. 23· εἰ μνήμης εὐτυχῶ Ἀθήν. 58C· - τινι, πράγματι, τῷ πολέμῳ Ἡρόδ. 1. 171, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 68· τῷ βίῳ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111· ἀλλὰ συνηθέστερον μετ’ αἰτ. πράγμ., τοὺς ἄλλους πολέμους Ἡρόδ. 1.65· τὰ πάντα ὁ αὐτ. 3. 40, Σοφ. Ο. Τ. 88, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 542, Ἴωνα 567. ἔν τινι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 5· μετὰ μετοχ., ἐπιτυγχάνω ἐν τῷ ποιεῖν τι, Εὐρ. Ὀρ. 1212, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 11· οὕτω μετ’ ἀπαρ., Λόγγος 4. 19, Διογ. Λ. 9. 100· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., εὐτ. εὐτύχημα Ξεν. Ἀν. 6. 3, 6: - εὐτύχει, ὡς τὸ Λατ. vale, ἐν τέλει τῶν ἐπιστολῶν ἢ ἐπὶ ἐπιτυμβίων πλακῶν (πρβλ. εὐπλοέω), Πλάτ. Ἐπιστ. 321C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4346, 4837, κ. ἀλλ.· εὐτυχεῖτε Ἐπιστ. Φιλίππου παρὰ Δημ. 251. 24· ὡσαύτως, ἀλλ’ εὐτυχοίης Αἰσχύλ. Χο. 1063, Σοφ. Ο.Τ. 1478, Εὐρ. Μήδ. 688· πρβλ. ὀνίνημι ΙΙ. 3:- Παθ., εὐτύχηται τοῖς πολεμίοις ἱκανά, ἔχουσιν ἀρκετάς ἐπιτυχίας, Θουκ. 7.77. 2) ἐπὶ πραγμάτων, βρότεια πράγματ’ εὐτυχοῦντα, εὐδοκιμοῦντα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1327· χωρὶς πόνου μὲν οὐδέν εὐτυχεῖ Σοφ. Ἠλ. 945· τὸ εὐτυχοῦν, ἡ ἐπιτυχία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 610· τά δὲ πολλὰ κατὰ λόγον τοῖς ἀνθρώποις εὐτυχοῦντα ἀσφαλέστερα ἢ παρὰ δόξαν, αἱ δὲ πλειότεραι κατὰ λόγον εὐτυχίαι τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀσφαλέστεραι ἣ αἱ ἀπροσδόκητοι, Θουκ. 3.39, πρβλ. 4. 79.
English (Slater)
εὐτῠχέω be successful Διαγόρας κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων (O. 7.81) εἴ τις ἀνδρῶν εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.1)
Greek Monotonic
εὐτῠχέω: παρατ. ηὐτύχουν ή εὐτ-, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ηὐτύχησα ή εὐτ-· παρακ. ἠυτύχηκα ή εὐτ-· γʹ πληθ. υπερσ. εὐτυχήκεσαν (εὐτυχής) ·
1. είμαι ευτυχισμένος, είμαι πετυχημένος, ευημερώ, ευδαιμονώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με μτχ., πετυχαίνω στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Ευρ. κ.λπ.· εὐτύχει, όπως το Λατ. vale, στο κλείσιμο επιστολών κ.λπ.· ομοίως και, ἀλλ' εὐτυχαίης, σε Τραγ. — Παθ., ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται (απρόσ.), έχουν αρκετές επιτυχίες, σε Θουκ.
2. λέγεται για πράγματα, έχω ευτυχή έκβαση, πετυχαίνω, ευδοκιμώ, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
εὐτῠχέω:
1) (тж. εὐ. εὐτύχημα Xen. и εὐ. εὐτυχίας Plut.) иметь счастье (в чем-л.), преуспевать, иметь успех, иметь удачу (τοῖς γάμοις и εἰς τέκνα Eur.; τῷ πολέμῳ и τοὺς πολέμους Her.; ἔν τινι Xen.; ἐπί τινι Luc.): ἐς τὴν Πύλον εὐτυνῆσαι Thuc. иметь успех в походе на Пилос; εἴπερ εὐτυχήσομεν ἑλόντες … Eur. если нам посчастливится поймать …; εὐτύχει! Plat. и εὐτυχοίης! Trag. будь счастлив! (формула прощания в обращениях, письмах и т. п.);
2) достигать, обретать: ὥρας εὐτυχηκώς Luc. наделенный красотой;
3) тж. pass. принимать благоприятный оборот, успешно складываться, удаваться: πόνου χωρὶς οὐδὲν εὐτυχεῖ Soph. без труда ничто не удается; εὐτύχηταί τινι Thuc., Luc. кому-л. повезло; τὸ εὐτυχοῦν Soph., Thuc. и τὸ εὐτυχῆσαι Thuc., Arst.; успех, удача.
Middle Liddell
εὐτῠχέω, εὐτυχής
1. to be well off, successful, prosperous, Hdt., etc.; c. part. to succeed in doing, Eur., etc.:— εὐτύχει, like Lat. vale, at the close of letters, etc.; so, ἀλλ' εὐτυχοίης Trag.:—Pass., ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις εὐτύχηται (impers.) they have had success enough, Thuc.
2. of things, to turn out well, prosper, Aesch., Soph., etc.