εὔχαρις

From LSJ
Revision as of 20:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχᾰρῐς Medium diacritics: εὔχαρις Low diacritics: εύχαρις Capitals: ΕΥΧΑΡΙΣ
Transliteration A: eúcharis Transliteration B: eucharis Transliteration C: eycharis Beta Code: eu)/xaris

English (LSJ)

neut. εὔχαρι, gen. ιτος, A charming, gracious, especially in society, Democr. 104, Pl.R.486d, 487a, X.Cyr.7.4.1; ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες ib.2.2.12; εὔ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις, Plb.22.21.3, 23.5.7; τὸ εὔχαρι urbanity, X.Ages.8.1, 11.11, M.Ant.1.16.5; of Aphrodite, gracious, E.Heracl.894 (lyr.), Med.631 (lyr.); of animals, Arist.HA592b24: Comp. εὐχαριτώτερος Plot.3.6.6: Sup. εὐχαριτώτατος, ἐς τὸν δῆμον App.BC2.26. II of places, pleasant, Arist.Pol. 1331a36.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιτος;
1 gracieux, qui a bonne grâce, aimable ; τὸ εὔχαρι la grâce;
2 aimé.
Étymologie: εὖ, χάρις.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχᾰρις: οὐδ. εὔχαρι, γεν ιτος· - εὐχάριστος, θελκτικός, εὐάρεστος, πλήρης χάριτος, ἐπίχαρις, δημοτικός, Λατ. gratiosus, urbanus, ἰδίως ἐν ταῖς συναναστοφαῖς, Πλάτ. Πολ. 486AD, 487Α· Ξεν.· ἀστεῖος καὶ εὔχαρις Ξεν. Κύρ. 2. 2. 12· εὔχ. κατὰ τὰς ἐντεύξεις, ἐν ταῖς ὁμιλίαις Πολύβ. 22. 21, 3., 24, 5, 7· τὸ εὔχαρι, εὔχαρις καὶ φιλόφρων τρόπος, εὐπροσηγορία, Ξεν. Ἀγησ. 8, 1., 11. 11: - ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Ἡρακλ. 894, πρβλ. Μήδ. 632. - ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 5: - Ὑπερθ. εὐχαριτώτατος Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 26· τὸ ἐν Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 402, εὐχαρίστατα, ἴσως διορθωτέον εἰς -ότατα, ἐκ τοῦ εὐχάριστος. ΙΙ. ἐπὶ τόπων, εὐάρεστος, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 4.

Greek Monolingual

-ι (ΑΜ εὔχαρις, -ι)
αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις
νεοελλ.
βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών
αρχ.
1. (επίθ. του Έρωτος και της Αφροδίτης)
ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος
2. (για τόπους) ευάρεστος
3. το ουδ. ως ουσ. το εύχαρι
η ευπροσηγορία, ο γεμάτος χάρη και φιλοφροσύνη τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χάρις.

Greek Monotonic

εὔχᾰρις: ουδ. εὔχαρι, γεν. -ιτος· ευχάριστος, χαριτωμένος, θελκτικός, ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, κομψός, δημοφιλής, σε Ευρ., Πλάτ.· τὸ εὔχαρι, δημοτικότητα, αβροφροσύνη, λεπτοί τρόποι, κομψή συμπεριφορά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔχᾰρις: ι, gen. ιτος τό
1) любезный, обходительный, приветливый, обаятельный (ἀστεῖος καὶ εὔ. Xen.; ὁ λόγος Plut.);
2) прелестный, очаровательный (ὀρνίθιον, τόπος Arst.);
3) благосклонный, милостивый (Ἀφροδίτη Eur.): ἐν τῷ διδόναι εὔ. Plut. щедрый.

Middle Liddell


pleasing, engaging, winning, gracious, popular, Eur., Plat.:— τὸ εὔχαρι popularity, urbanity, Xen.

English (Woodhouse)

charming, delightful, polite, well-bred

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)