κρίβανος
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ὁ, Att. for κλίβανος (which is called Dor. in EM538.19, cf. Epich.143, and is the usually form in Pap., PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.), A covered earthen vessel, wider at bottom than at top, wherein bread was baked by putting hot embers round it, Hdt.2.92 (in form κλιβ-), A.Fr.309, Ar.Ach.86, V.1153, al., Antiph.176.5; οὕτως εἰμὶ ὡς εἰς κρίβανον POxy. 1842.7 (vi A. D.); potter's oven, PCair.Zen.271.9 (iii B. C., κλ-). 2 funnel-shaped vessel, used for drawing water, Str.16.2.13 (κλ-). II underground channel or vaulted passage, in irrigation works, Sammelb. 7188.17 (ii B. C., κλ-). 2 hollow, cavern in a rock, Ael.NA 2.22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 four à griller de l'orge ; p. ext. four de campagne, tourtière;
2 trou de rocher.
Étymologie: DELG t. techn. obscur.
Greek (Liddell-Scott)
κρίβᾰνος: ῑ, ὁ, Ἀττ. ἀντὶ κλίβανος (ὅπερ θεωρεῖται Δωρ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 538. 19, πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 179)· ― πήλινον ἀγγεῖον, χύτρα πλατυτέρα κατὰ τὴν βάσιν ἢ τὴν κορυφήν, ἐν ᾗ ὡπτᾶτο ἄρτος περιτιθεμένης θερμῆς τέφρας περὶ αὐτήν, διότι παρήγετο οὕτω θερμότης ὁμαλωτέρα ἢ ἐν τῷ συνήθει ἰπνῷ, «φούρνῳ», (ἰπνός), Ἡρόδ. 2. 92 (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321, Ἀριστοφ. Ἀχ. 86, Σφ. 1153, κ. ἀλλ., Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμφάλῃ» 1. 5. 2) ἀγγεῖον χωνοειδὲς χρησιμεῦον πρὸς ἄντλησιν ὕδατος ἐκ φρέατος, Στράβ. 754. ΙΙ. κοιλότης, κοίλωμα ἐντὸς βράχου, Αἰλ. π. Ζ. 2. 22.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κρίβᾰνος: [ῑ], Ιων. κλίβᾰνος, ὁ, χωμάτινο αγγείο, κατσαρόλι, πιο πλατύ στη βάση από όσο στην κορυφή, στο οποίο μέσα ψηνόταν το ψωμί βάζοντας ζεστά κάρβουνα τριγύρω του, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κρίβᾰνος: ион. и поздн. κλίβᾰνος (ῑβ) ὁ духовая печь Her., Arph. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρίβανος -ου, ὁ, ook κλίβανος, kribanos, broodpan (gesloten pot of pan om brood in te bakken).
Frisk Etymological English
See also: s. κλίβανος.
Middle Liddell
an earthen vessel, a pan, wider at bottom than at top, wherein bread was baked by putting hot embers round it, Hdt., Ar.
Frisk Etymology German
κρίβανος: {kríbanos}
See also: s. κλίβανος.
Page 2,17