καταδιαιτάω

From LSJ
Revision as of 22:31, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδῐαιτάω Medium diacritics: καταδιαιτάω Low diacritics: καταδιαιτάω Capitals: ΚΑΤΑΔΙΑΙΤΑΩ
Transliteration A: katadiaitáō Transliteration B: katadiaitaō Transliteration C: katadiaitao Beta Code: katadiaita/w

English (LSJ)

decide as arbitrator against one, give judgement against, opp. ἀποδιαιτάω, ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ' ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν D.49.19, cf. 21.84; οἷός τ' ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν ib.85; ἔρημον κ. τινὸς (δίκην) give judgement in default against one, Id.21.92, cf. 40.17, Luc.Pr.Im.15: metaph., condemn, c. gen., Alciphr.1.31:—Med., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος to = be the cause of an arbitration being given against one, Lys.25.16.

German (Pape)

[Seite 1346] als Schiedsrichter, διαιτητής, gegen Einen erkennen; κατεδιῄτησάν τινος, Is. frg. 1, 11; Dem. 27, 51 u. öfter; δίκην καταδεδιῃτήκει, im Ggstz von ἀποδιαιτάω, 21, 85, wie ἐρήμην καταδιαιτήσας Luc. pro imag. 15. – Med., ἔφη με καταδιαιτήσασθαι τὴν δίκην αὑτοῦ Dem. 40, 18, zu seinen Gunsten ein schiedsrichterliches Urtheil fällen lassen; οὐδὲ δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός Lys. 25, 16. – Das pass., καταδεδιῃτημένοι, Poll. 8, 129.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. καταδιαιτήσω, ao. avec double augm. κατεδιῄτησα, pf. καταδεδιῄτηκα, pqp. καταδεδιῃτήκειν;
pf. Pass. καταδεδιῄτημαι;
condamner par un jugement arbitral;
Moy. καταδιαιτάομαι, καταδιαιτῶμαι faire condamner par sentence arbitrale.
Étymologie: κατά, διαιτάω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδιαιτάω: (ἴδε διαιτάω) ὡς διαιτητὴς ἐκφέρω κρίσιν ἐναντίον τινός, ἀντίθετον τῷ ἀποδιαιτάω, ὁ διαιτητὴς οὐ κατεδιῄτα, ἀλλ’ ἀπιὼν ᾤχετο ἀποδιαιτήσας τούτου τὴν δίαιταν Δημ. 1190. 8, πρβλ. 542. 1· οἷός τ’ ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν αὐτόθι 6, πρβλ. 544. 7., 1013. 21· ἐρήμην καταδιαιτᾶν τινος, παταδικάζειν τινὰ ἐρήμην, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 15. ― Μέσ., καταδιαιτᾶσθαι δίαιτάν τινος, ὅταν ἐνεργήσῃ τις ὥστε νὰ ἐκδοθῇ ἀπόφασις ἐναντίον τινὸς ἐν διαίτῃ, Λυσ. 172. 38· πρβλ. Reiske εἰς Δημ. 1013. 23., 1272. 9, καὶ ἴδε καταδικάζω.

Greek Monotonic

καταδιαιτάω: μέλ. -ήσω, παρακ. -δεδιῄτηκα (βλ. διαιτάω), ως διαιτητής κρίνω εναντίον κάποιου, εκδίδω απόφαση εναντίον κάποιου, καταδικάζω με γεν., σε Δημ. — Παθ., καταδικάζομαι, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-διαιτάω, met gen.: (in arbitragezaken) een beslissing nemen tegen:, ἐρήμην καταδιαιτήσας τοῦ βιβλίου het boek veroordelen zonder de tegenpartij te horen Luc. 50.15, abs. een uitspraak doen in iemands nadeel; med. causat.: δίαιταν καταδιαιτησάμενος οὐδενός hoewel ik niemand een veroordeling door een scheidsrechter heb bezorgd Lys. 25.16.

Russian (Dvoretsky)

καταδιαιτάω:
1) в арбитражном порядке осудить, решить в неблагоприятном (для кого-л.) смысле (δίκην Dem.): ἐρήμην κ. τινος Dem. заочно вынести неблагоприятное арбитражное решение по чьему-л. делу;
2) med. добиться осуждения (τινος Lys.).

Middle Liddell

fut. ήσω perf. -δεδιῄτηκα [v. διαιτάω
to decide as arbitrator against, give judgment against c. gen., Dem.: Pass. to be decided against one, Dem.