παναίολος

From LSJ
Revision as of 07:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναίολος Medium diacritics: παναίολος Low diacritics: παναίολος Capitals: ΠΑΝΑΙΟΛΟΣ
Transliteration A: panaíolos Transliteration B: panaiolos Transliteration C: panaiolos Beta Code: panai/olos

English (LSJ)

ον, A shot with many colours, glancing, ζωστήρ 4.186, 215, 10.77; θώρηξ 11.374; σάκος 13.552, Hes.Sc.139; star-spangled, π. οὐρανός Orph.H.4.7, Fr.238. II metaph., manifold, βάγματα A.Pers.636 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 456] (vgl. αἰόλος), ganz schimmernd, bunt, od. leicht beweglich, leicht zu tragen; ζωστήρ, Il. 4, 188, öfter; auch σάκος, 13, 552; Hes. Sc. 139; sp. D., κρητήρ, Orph. Arg. 582; bei Aesch. sind τὰ παναίολ' αἰανῆ βάγματα sehr mannigfaltige, Pers. 627.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de couleurs, de ciselures ou de broderies tout à fait variées;
2 fig. aux sons variés de toutes sortes en parl. de lamentations.
Étymologie: πᾶν, αἰόλος.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναίολος: -ον, ἐπίθ. τοῦ ζωστῆρος, Ἰλ. Δ. 186, 215., Κ. 77., Ν. 552· τοῦ θώρακος Λ. 374· τοῦ σάκεος, Ν. 552, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 139· - σημαίνει ἢ τὸν πολυποίκιλον καὶ ἀπαστράπτοντα (οὕτω, π. οὐρανὸς Ὀρφ. Ὕμν. 4. 7), ἢ τὸν ὅλως ἐλαφρόν, τὸν εὐκόλως κινούμενον, ἴδε ἐν λέξ. αἰόλος. ΙΙ. μεταφορ., πολυειδής, ποικίλος, βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 635.

English (Autenrieth)

all-gleaming, glancing. (Il.)

Greek Monolingual

παναίολος, -ον (Α)
1. ολόλαμπρος με ποικίλα χρώματα
2. γεμάτος άστρα («παναίολος οὐρανός», Ορφ.)
3. πολυειδής, πολλαπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰόλος «ευμετάβολος»].

Greek Monotonic

πᾰναίολος: -ον, I. επίθ. για τον στρατό, είτε πολυποίκιλος, αστραφτερός ή αρκετά ελαφρύς, ευκίνητος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., ποικίλος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναίολος:
1) переливающийся (сверкающий) разными цветами, переливчатый, многоцветный (ζωστήρ, θώρηξ Hom.; σάκος Hes.);
2) разнообразнейший, различнейший, всевозможный (βάγματα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναίολος -ον [πᾶς, αἰόλος] helemaal schitterend; overdr. bont:. τὰ π. βάγματα de bonte uitroepen Aeschl. Pers. 636.

Middle Liddell

πᾰν-αίολος, ον,
I. epithet of armour, either all-variegated, sparkling, or, quite light, easily-moved, Il.
II. metaph. manifold, Aesch.