ζυγόω

From LSJ
Revision as of 20:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῠγόω Medium diacritics: ζυγόω Low diacritics: ζυγόω Capitals: ΖΥΓΟΩ
Transliteration A: zygóō Transliteration B: zygoō Transliteration C: zygoo Beta Code: zugo/w

English (LSJ)

(ζυγόν) A yoke, join together, (σκέλη) Sor.1.84; ζ. κιθάραν put the cross-bar to the lyre, Luc.DDeor.7.4, DMar.1.4; κανόνες ἐζυγωμένοι δύο Agatho 4.2, cf. LXXEz.41.26. 2 close, χείλη ῥαφαῖς Paul.Aeg.6.67 (prob.); shut off, Hp.Cord.12 (Pass.). 3 metaph., bring under the yoke, subdue, A.Fr.115.

German (Pape)

[Seite 1141] zusammenjochen, verbinden, κανόνες ἐζυγωμένοι Agath. Ath. X, 454 d; – die Cithara mit einem ζυγόν (Steg u. Wirbeln) versehen (besaiten), Luc. D. D. 7, 4 D. Mar. 1, 4; – Aesch. frg. 106 braucht ζυγώσω nach VLL. für δαμάσω, unterjochen. – Vgl. ζυγωτά.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
joindre avec une barre ; ζυγοῦν κιθάραν LUC fixer sur une lyre la barre transversale.
Étymologie: ζυγόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζυγόω [ζυγόν] van een verbinding voorzien.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγόω:
1) соединять ярмом, т. е. подчинять, покорять Aesch.;
2) соединять распоркой: ζ. τὰ κέρατα Luc. соединять рога (кифары), т. е. снабжать кифару поперечным бруском (кобылкой).

Greek Monotonic

ζῠγόω: (ζυγόν), μέλ. -ώσω, υποβάλλω στο ζυγό, ζεύω, συνάπτω, συναρμόζω· ζυγόωκιθάραν, βάζω το εγκάρσιο ξύλο στη φόρμιγγα ή στη λύρα όπου θα προσδεθούν οι χορδές του οργάνου, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγόω: (ζυγὸν) ὑποβάλλω εἰς τὸν ζυγόν, συνάπτω, συναρμόζω, ζ. κιθάραν, θέτω τὸ ἐγκάρσιον ξύλον εἰς τὴν φόρμιγγα ἢ λύραν, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 7. 4, Ἐναλ. Διαλ. 1. 4· κανόνες ἐζυγωμένοι δύο Ἀγάθων παρ’ Ἀθην. 454D, πρβλ. Ἑβδ. (Ἐζεκ. μα΄, 26). 2) μεταφ., φέρω ὑπὸ τὸν ζυγόν, ὑποτάσσω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 113.

Middle Liddell

ζῠγόω, fut. -ώσω ζυγόν
to yoke together, ζ. κιθάραν to put the cross-bar to the lyre, Luc.