ἀλίαστος

From LSJ
Revision as of 11:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίαστος Medium diacritics: ἀλίαστος Low diacritics: αλίαστος Capitals: ΑΛΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: alíastos Transliteration B: aliastos Transliteration C: aliastos Beta Code: a)li/astos

English (LSJ)

ον, (λιάζομαι) A not to be turned aside, unabating, μάχη, ὅμαδος, γόος, Il.14.57, 12.471, 24.760; πόλεμον δ' ἀ. ἔγειρε 20.31; ἀ. ἀνίη Hes.Th.611: neut. as adverb, μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, cf. φρὴν ἀλίαστος φρίσσει E.Hec.85. 2 = πολύς, κῦμα A.R.1.1326, acc. to Sch., cf.EM63.33. II of persons, undaunted, E.Or. 1479.—Ep. word, used twice by E. in lyr.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indoblegable, incontrolable πόλεμος Il.2.797, 20.31, μάχη Il.14.57, ἀνίη Hes.Th.611
incansable πόνος A.R.2.649
enorme, inabarcable κῦμα A.R.1.1326
incurable τυπή Nic.Th.784.
2 incesante, continuo γόος Il.24.760, ὅμαδος Il.12.471, κτύπος ... θαλάσσης Musae.318
neutr. como adv. μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο Il.24.549, φρὴν ὧδ' ἀλίαστον φρίσσει E.Hec.85, ἀλίαστον ἐγήθεον dieron rienda suelta a su alegría Q.S.4.17.
II de pers. impávido Πυλάδης E.Or.1479.
• Etimología: Comp. neg. de la r. de λιάζομαι q.u.

German (Pape)

[Seite 95] unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 πόλεμος, 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 ὅμαδος, 24, 760 γόον, 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. φρήν Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der muthige; sp. D., πόνος Ap. Rh. 2, 649, κῦμα 1, 1326.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne fléchit pas, d'où
1 incessant ; fort, rude ; adv. • ἀλίαστον ὀδύρεσθαι IL se lamenter sans cesse;
2 dur, inflexible.
Étymologie: , λιάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλίαστος -ον [ἀ-, λιάζομαι niet aflatend, onophoudelijk; adv. acc. n. ἀλίαστον; van personen onstuitbaar, onverschrokken.

Russian (Dvoretsky)

ἀλίαστος:
1) непреклонный, упорный (πόλεμος, μάχη Hom.);
2) беспрестанный, нескончаемый, неутихающий (γόος Hom.; ἀνίη Hes.);
3) неустрашимый (Πυλάδης Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίαστος: -ον, (λιάζομαι) ἄκαμπτος, ἀκατάπαυστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ ἢ μετατρέψῃ· μάχῃ, ὅμαδος, γόος, Ἰλ. Ξ. 57., Μ. 471., Ω. 760· πόλεμον δ᾿ ἀλίαστον ἤγειρε, Υ. 31· ἀλ. ἀνίη, Ἡσ. Θ. 611: - οὐδ᾿ ὡς ἐπίρρ. μηδ᾿ ἀλίαστον ὀδύρεο, μηδὲ κλαῖε ἀκαταπαύστως, Ἰλ. Ω. 549· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει, Εὐρ. Ἑκ. 85. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀκατάβλητος, ἀτρόμητος, Εὐρ. Ὀρ. 1479: - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα δὶς παρ᾿ Εὐρ. ἐν λυρ. χωρίοις.

English (Autenrieth)

(λιάζομαι): unswerving, hence obstinate, persistent; πόλεμος, πόνος, γόος. (Il.)

Greek Monolingual

-η, -ο λιάζω
αυτός που δεν ξεράθηκε στον ήλιο ή δεν ζεστάθηκε από τον ήλιο, ανήλιαγος, ανήλιαστος.
ἀλίαστος, -ον (Α) λιάζομαι
1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος
2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός
3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος
4. μεγάλος, πολύς
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον
ακατάπαυστα.

Greek Monotonic

ἀλίαστος: -ον (λιάζομαι),
I. άκαμπτος, ακατάπαυστος, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο, ούτε να θρηνείς ακατάπαυστα, στο ίδ.· ομοίως και, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει, σε Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ακατάβλητος, ατρόμητος, στον ίδ.

Middle Liddell

λιάζομαι
I. unshrinking, unabating, Il.; neut. as adv., μηδ' ἀλίαστον ὀδύρεο nor mourn incessant, Il.; so, φρὴν ἀλίαστος φρίσσει Eur.
II. of persons, undaunted, Eur.