τόμος

From LSJ
Revision as of 16:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόμος Medium diacritics: τόμος Low diacritics: τόμος Capitals: ΤΟΜΟΣ
Transliteration A: tómos Transliteration B: tomos Transliteration C: tomos Beta Code: to/mos

English (LSJ)

ὁ,
A slice, τόμος ἐκ πτέρνης Batr.37; γαστρός, πλακοῦντος, Ar. Eq. 1179, 1190; τῆς χορδῆς Cratin.192; ἀλλάντων, πυοῦ, Pherecr.108.8, 19; γογγυλίδος Alex.88; τυροῦ, ἡνύστρου, Eub.150.2, Mnesim.4.14 (anap.): generally, piece, κιθῶνος Michel 832.20 (Samos, iv B.C.); of wood, beam, IG11(2).161 D123, 165.49 (Delos, iii B.C.).
2 piece of land, ib.7.3170.12 (Orchom. Boeot.), cf. 1739, 1742 (Thespiae).
3 Geom., τόμος κυλίνδρου = frustum of a cylinder, portion of right cylinder intercepted between two parallel oblique sections, Archim. Con.Sph.Def.; τόμος ἀπὸ ὀρθογωνίου κώνου τομᾶς ἀφαιρούμενος frustum of the section of a right-angled cone, i e. portion of a parabola cut off by two parallel double-ordinates, Id.Aequil.2.10.
II roll of papyrus, PCair.Zen.357.15 (iii B.C.), LXXIs.8.1, PSI10.1146.1 (ii A.D.), Sammelb.7362.1 (ii A.D.), etc.; τ. συγκολλήσιμος PGrenf.2.41.18 (i A.D.); τιμῆς ἀπὸ τόμου ἀγραφίου PMich.Teb.123vvii 25 (i A.D.); tome, volume, PMich. in Class.Phil.22.10 (ii A.D.), D.L.6.15: metaph., ἐν καθαρῷ διανοίας τ. Porph.Marc.32.

German (Pape)

[Seite 1127] ὁ, der Schnitt, Abschnitt; γαστρός, πλακοῦντος, Ar. Equ 1175. 1186; das abgeschnittene Stück, der Theil, bes. der Theil eines auf Pergament geschriebenen u. aufgerollten Buches, VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
morceau coupé, partie, part, portion.
Étymologie: τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

τόμος:τέμνω
1) ломтик, кусок (ἐκ πτέρνης Batr.; πλακοῦντος Arph.);
2) часть рукописи (в виде отдельного свитка), том Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

τόμος: ὁ, τεμάχιον, κομμάτιον, τ. ἐκ πτέρνης Βατραχομ. 37· γαστρός, πλακοῦντος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1179, 1190· ὁ τῆς χορδῆς τόμος Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 15· ἀλλάντων, πύου Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 8 καὶ 19· γογγυλίδος Ἄλεξις ἐν «Θεοφορήτῳ» 2· τυροῦ, ἠνύστρου Εὔβουλος, κλπ.· ― τεμάχιον γῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569c. 8 κἑξ. ΙΙ. μέρος βιβλίου ἢ συγγράματος ἀποτελοῦν ἴδιον κύλινδρον, τόμος, volumen, Διογ. Λ. 6, 15, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγαλύτερου συγγράμματος (α. «κυκλοφόρησε ο 56ος τόμος της Εγκυκλοπαίδειας Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάννικα» β. «λεξικὸν εἰς τόμους ἐννέα», Διογ. Λαέρ.)
νεοελλ.
1. σύνολο τευχών περιοδικού, νόμων, ή άλλων εντύπων που απαρτίζουν αυτοτελές βιβλίο
2. φρ. α) «συνοδικός τόμος»
εκκλ. κείμενο πατριάρχη ή αρχηγού αυτοκέφαλης Εκκλησίας και τών συνόδων τους με το οποίο επιλύονται σοβαρά εκκλησιαστικά θέματα
β) «τόμος ενώσεως»
εκκλ. η επίσημη απόφαση της τοπικής συνόδου της Κωνσταντινούπολης το 920, με την οποία απαγορεύθηκε η σύναψη τέταρτου γάμου στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία
αρχ.
1. τεμάχιο, κομμάτι, τμήματόμος ἐκ πτέρνης», Βατραχομ.)
2. δοκός, δοκάρι
3. τεμάχιο γης
4. χειρόγραφο από πάπυρο ή περγαμηνή τυλιγμένο γύρω από ράβδο, κύλινδροςτιμῆς ἀπὸ τόμου ἀγραφίου», πάπ.)
5. μτφ. δέλτος («ἐν καθαρῷ διανοίας τόμῳ», Πορφ.)
6. φρ. «τόμος κυλίνδρου»
μαθημ. τμήμα ορθού κυλίνδρου που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο παράλληλων πλάγιων τμημάτων (Αρχιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τομ- της ρίζας του ρ. τέμνω (βλ. λ. τέμνω)].

Greek Monotonic

τόμος: ὁ (τέμνω
I. τεμάχιο, κομμάτι, σε Βατραχομ., σε Αριστοφ.
II. μέρος βιβλίου, τόμος, τμήμα ενιαίου έργου.

Middle Liddell

τόμος, ὁ, τέμνω
I. a cut, slice, Batr., Ar.
II. part of a book, a tome, volume,

English (Woodhouse)

morsel, slice, piece cut off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

volume

Arabic: جُزْء‎; Armenian: հատոր; Azerbaijani: cild; Belarusian: том, кні́га; Bulgarian: том; Burmese: အတွဲ; Catalan: volum; Chinese Mandarin: 卷; Coptic: ⲥⲱⲙⲁ; Czech: svazek; Danish: bind; Dutch: boekdeel; Esperanto: volumo; Estonian: köide; Finnish: osa, nide; French: volume, tome; Galician: volume; Georgian: ტომი; German: Band; Greek: τόμος; Hungarian: kötet; Ido: tomo; Irish: imleabhar; Italian: volume; Japanese: 巻; Korean: 권(卷); Latin: tomus, volumen; Lithuanian: tomas; Macedonian: том; Malay: jilid; Mongolian: ном, боть; Persian: جلد‎; Polish: tom; Portuguese: volume, tomo; Russian: том, книга; Serbo-Croatian Cyrillic: све̏зак; Roman: svȅzak; Slovak: zväzok; Slovene: zvezek, knjiga; Spanish: volumen; Swedish: volym, band; Tagalog: buok; Thai: เล่ม, ฉบับ; Turkish: cilt; Ukrainian: том, книга; Vietnamese: quyển, tập; Welsh: cyfrol