ἐπαρχία
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ἡ, A the government of an ἔπαρχος, or the district governed by him, = Lat. provincia, Plb.2.19.2, SIG888.45 (Scaptopara, iii A. D.), Str.3.4.20, 17.3.25 (pl.), D.S.37.10, 38.8, al., Act.Ap.23.34, Plu.Caes.4; of Carthage, empire, Phleg.Mir. 18. II military 'command', force occupying a district, Ph.Bel. 96.49 (pl.).
German (Pape)
[Seite 905] ἡ, Amt u. Würde des Eparchos; die Provinz, Plut. Caes. 4 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
province ou gouvernement, préfecture.
Étymologie: ἔπαρχος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρχία: ἡ область Diod.; в Риме (лат. provincia) провинция Polyb., Plut., NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα, ἡ ἀρχὴ ἐπάρχου, Διοδ. Ἐκλ. 498, 77, Ἐπικτ. Διατρ. 4. 1, 55., 4. 7, 21, Πλούτ., κλ. 2) ἐπὶ τόπου, διαμέρισμα χώρας διοικούμενον ὑπὸ ἐπάρχου ἢ ἐπισκόπου, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Γ΄, 6 ὡς διάφ. γρ.), Πολύβ. 1. 15, 10., 1. 17, 5 κ. ἀλλαχοῦ, Στράβ. 3. 4, 20., 10. 4, 22., 12. 1, 4., 17. 3, 24, κτλ., Πράξ. Ἀπ. κγ΄, 34, κε΄, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 2597· ἐπιβαίνει ἀλλοτρίαις ἐπαρχίαις καὶ χειροτονεῖ ἐπισκόπους Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 19. 16, ἔκδ. Βεκκήρου: - ἐνιαχοῦ δὲν εἶναι φανερὸν ἂν ἀναφέρηται εἰς τὸ διαμέρισμα, ὃ διοικεῖ ὁ ἔπαρχος ἢ εἰς τὸ ἀξίωμα αὐτοῦ.
English (Strong)
from a compound of ἐπί and ἄρχω (meaning a governor of a district, "eparch"); a special region of government, i.e. a Roman præfecture: province.
Greek Monolingual
η (AM ἐπαρχία) έπαρχος
νεοελλ.
1. διοικητική περιφέρεια μικρότερη από τον νομό
2. κάθε περιοχή της χώρας εκτός από την πρωτεύουσα («ήλθε από την επαρχία»)
αρχ.-μσν.
1. η αρχή, το αξίωμα του έπαρχου
2. η διοικητική περιοχή που διοικεί ο έπαρχος («ἐκ μὲν τῆς Ρωμαίων ἐπαρχίας ἀσφαλῶς ἐπανῆλθον», Πολ.)
μσν.
1. εκκλ. περιφέρεια που περιέχει πολλές επισκοπές
2. εξουσία, αξίωμα
αρχ.
1. (για την Καρχηδόνα) κράτος
2. ο στρατός που κατέχει μια επαρχία.
η
1. αρχή, εξουσία («να πάψουν οι δόξες σου κι η επαρχία σου η τόση», Ερωφίλη)
2. αξίωμα («να πάρει στανικό σου την επαρχία σου», Ερωφίλη).
Greek Monotonic
ἐπαρχία: ἡ, το αξίωμα του επάρχου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπαρχία, ἡ,
the government of a province, Plut. [from ἔπαρχος