ἐπικτείνω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
kill besides or again, τὸν θανόντ' ἐ. slay the slain anew, S.Ant.1030; f.l. for ἔτι κτ-, Plu.Caes.46.
German (Pape)
[Seite 954] (s. κτείνω), noch dazu, zum zweiten Male tödten, τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ' ἐπικτανεῖν Soph. Ant. 1017; τοὺς κειμένους νεκροὺς ἤδη καὶ τοὺς ἐπικτεινομένους Plut. Caes. 46, u. die noch dazu getödtet werden.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπικτενῶ;
1 tuer sur ou par-dessus;
2 tuer encore.
Étymologie: ἐπί, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικτείνω:
1) (сверх того) убивать: οἵ τε κείμενοι νεκροὶ ἤδη καὶ οἱ ἐπικτεινόμενοι Plut. как уже убитые, так и умирающие;
2) еще раз (вторично) убивать: τίς ἀλκὴ τὸν θανόντα ἐ.; Soph. что за геройство убивать убитого?
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικτείνω: ἀποκτείνω πάλιν, τίς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν, κτανεῖν ἐκ νέου, Σοφ. Ἀντ. 1030, πρβλ. Πλουτ. Κάσ. 46.
Greek Monolingual
ἐπικτείνω (Α)
σκοτώνω ξανά («τὶς ἀλκὴ τὸν θανόντ’ ἐπικτανεῖν;» — τί παλληκαριά είναι να σκοτώσεις ξανά τον νεκρό; Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐπικτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω επιπλέον ή ξανά, σε Σοφ.