ὑπόλειψις
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
English (LSJ)
εως, ἡ, A failure, deficiency, τοῦ θερμοῦ Placit.5.30.4; τῶν ὀδόντων Arist.GA745a33. II falling behind, in growth, Thphr. CP5.1.11. III Astron . . direct motion, i. e. Eastwards along the ecliptic, Gem.12.19, Ptol.Alm.1.8, 12.1, Theo Sm.p.147 H. 2 occultation, Iamb.VP6.31.
German (Pape)
[Seite 1223] ἡ, das Uebrigbleiben, Zurückbleiben, Theophr. – Auch ἡλίου, wie ἔκλειψις, die Sonnenfinsterniß, Iambl.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλειψις: εως ἡ выпадение, потеря (τῶν ὀδόντων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλειψις: -εως, ἡ, ἔκλειψις, ἔλλειψις, γῆρας γίγνεται παρὰ τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπόλειψιν Παρμενίδης παρὰ Στοβ. 589. 27· τῶν ὀδόντων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· ― ὡσαύτως ὡς τὸ ἔκλειψις ἡλίου Ἰαμβλίχου Βίος Πυθαγ. σ. 70. ΙΙ. τὸ ὑπολείπεσθαι, μένειν ὀπίσω εἰς αὔξησιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 11. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρον., κίνησις πρὸς τὰ ὀπίσω, Πτολ.
Greek Monolingual
-είψεως, ἡ, Α ὑπολείπω
1. έλλειψη («ὑπόλειψις τῶν ὀδόντων», Αριστοτ.)
2. (για φυτά) καθυστέρηση στην ανάπτυξη
3. αστρον. α) έκλειψη του Ηλίου
β) κίνηση προς τα ανατολικά κατά μήκος της εκλειπτικής.