επιδίδω

From LSJ
Revision as of 09:35, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

(AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω)
1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)
2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)
αρχ.-μσν.
1. πληρώνω
2. (για νερό) ρέω, τρέχω
αρχ.
1. δίνω επιπλέον («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)
2. δίνω, χορηγώ κατόπιν
3. χορηγώ ως προίκα
4. συνεισφέρω εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», Δημοσθ.)
5. δωροδοκώ
6. δωρίζω, χαρίζω («τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῦν αι», Θουκ.)
7. απονέμω, μοιράζω
8. χορηγώ το δικαίωμα ψήφου
9. υπαγορεύω («γράφειν μὲν οὖν οὐ συμβουλεύω σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾶλλον»)
10. αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ πόλις αὐτοῖς ἐπὶ τὸ μεῖζον», Θουκ.)
11. υποχωρώ
12. δίνω αμοιβαία.