πομφόλυξ

From LSJ
Revision as of 15:45, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφόλυξ Medium diacritics: πομφόλυξ Low diacritics: πομφόλυξ Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΞ
Transliteration A: pomphólyx Transliteration B: pompholyx Transliteration C: pomfolyks Beta Code: pomfo/luz

English (LSJ)

ῠγος, ἡ (ὁ, ἡ, acc. to Gal.13.639): (πομφός):—A bubble, Hp.Aph.7.34, Pl.Ti.66b, 83d, Thphr.Metaph.15, etc.; πομφόλυγες are the constituent parts of ἀφρός, Arist.GA735b12. II boss of a shield, = ὀμφαλός, Hsch.; as architectural ornament, IG12.373.254 (pl.). III ornament for the head worn by women, Ar.Fr.320.13, IG22.1524.50. IV zinc oxide, Dsc.5.75, Paul.Aeg.7.17.

German (Pape)

[Seite 679] υγος, ἡ, später auch ὁ, Lob. zu Phryn. 760 (vgl. πομφός), Blase, bes. Wasserblase, wie sie beim Kochen aufsprudeln; κενεὸς πομφολύγων θόρυβος, Antiphil. 44 (IX, 546); vgl. Plat. Tim. 66 b 83 d 85 a. – Auch der Schildbuckel, ὀμφαλός, wegen seiner halbrunden, einer Wasserblase ähnlichen Gestalt, Hesych. – Bei Diosc. die weißen Zinkblumen, favilla aeris, welche sich beim Schmelzen der zinkhaltigen Erze an den Wänden des Ofens ansetzen. – Auch ein weiblicher Kopfschmuck, wie ὄγκος, Ar. bei Poll. 7, 96, vgl. Moeris.

French (Bailly abrégé)

υγος (ἡ) :
I. bulle :
1 bulle d'eau;
2 goutte de vapeur qui se dépose sur un couvercle, particul. efflorescence métallique;
II. p. anal. ornement pour la coiffure des femmes.
Étymologie: R. Φλυ, être gonflé ; cf. lat. follis.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομφόλυξ -υγος, ἡ [πομφός] waterbelletje.

Russian (Dvoretsky)

πομφόλυξ: ῠγος ἡ (водяной) пузырь Plat. etc.: αἱ πομφόλυγες (sc. τοῦ ἀφροῦ) Arst. пузырьки пены.

Greek Monotonic

πομφόλυξ: -ῠγος, ἡ (πομφός), φυσαλίδα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πομφόλυξ: -υγος, ἡ, μεταγεν. καὶ ὁ, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 760· (πομφός)· ― ὡς τὸ φυσαλλίς, μάλιστα κυρίως πομφόλυξ ὕδατος, «φουσκαλίδα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Πλάτ. Τίμ. 66Β, 83D· πομφόλυγες εἶναι αἱ ἀποτελοῦσαι τὸν ἀφρόν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 2. 4. ΙΙ. πομφολυγῶδες κόσμημα ἀσπίδος, ἀλλαχοῦ ὀμφαλός, Ἡσύχ. ΙΙΙ. κόσμημά τι τῆς κεφαλῆς, ὃ ἔφερον αἱ γυναῖκες, ὡς τὸ ὄγκος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 13. IV. αἱ σκωρίαι καὶ ἄλλαι ἀκαθαρσίαι αἱ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ χωνευομένου μετάλλου μένουσαι, Διοσκ. 5. 85. ― Καθ’ Ἡσύχ.: πομφόλυξ· ὕδατος κάχλασμα, καὶ τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί», καὶ «πομφόλυγες· τῶν ἀσπίδων αἱ ἐξοχαί, καὶ ἐν τῷ ὕδατι γενόμεναι οἰδήσεις, ἢ φυσήματα ὕδατος, ἐπὶ τῶν διακενῆς φυσιωμένων λέγεται ἡ λέξις».

Frisk Etymological English

πομφός See also: s. πέμφιξ.

Middle Liddell

πομφόλυξ, ῠγος, πομφός
a bubble, Plat.

Frisk Etymology German

πομφόλυξ: πομφός
{pomphóluks}
See also: s. πέμφιξ.
Page 2,578

Mantoulidis Etymological

-υγος (=φουσκαλίδα). Ἀπό τό οὐσ. πομφός (=φούσκα στό δέρμα), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: πομφολυγῶ, πομφολύζω.