παραρρίπτω

From LSJ
Revision as of 08:50, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρρίπτω Medium diacritics: παραρρίπτω Low diacritics: παραρρίπτω Capitals: ΠΑΡΑΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: pararríptō Transliteration B: pararriptō Transliteration C: pararripto Beta Code: pararri/ptw

English (LSJ)

later παρα-έω LXX Ps.83(84).10, Alciphr.3.51, and in late Poets παρᾰρίπτω, AP9.174,441 (both Pall.):—A throw, cast: metaph., run the risk of doing a thing, c. part., π. λαμβάνων ὀνείδη S.OT1493 codd. 2 c. acc. rei, hazard, λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῇσιν ἐμπολὰς μακράς Id.Fr.555.5; π. σώματα τοῖς κινδύνοις expose them... D.S.13.79. II throw down or aside, ὀστέα καθάπερ τοῖς κυσὶ παραρριπτοῦντες Alciphr. l.c., cf. AP6.74 (Agath.):—more freq. in Pass., παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ θεοῦ LXX Ps.83(84).10; τῆς θυγατρὸς παρερριμμένης J.AJ 19.2.4, cf. Jul.Or.7.229c, AP9.174,441 (both Pall.). 2 utter, in Pass., οὐ μάτην αὐτῷ παρέρριπται τὸ εἰπεῖν Sch.Pi.P.1.3. admit, τινὰ ἐπὶ ἱερατείαν LXX 1 Ki.2.36.

French (Bailly abrégé)

jeter devant ; (s.e. ἑαυτόν) s'exposer à : τίς παραρρίψει λαμβάνων ; SOPH qui s'exposera à accepter (tant d'opprobres) ?
Étymologie: παρά, ῥίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ρρίπτω, later παραρίπτω blootstellen aan; abs.: τίς παραρρίψει ( sc. ἑαυτόν )... τοιαῦτα ὀνείδη λαμβάνων; wie zal zich eraan blootstellen, dat hij zulke smadelijke verwijten krijgt? Soph. OT 1493. wegwerpen.

Russian (Dvoretsky)

παραρρίπτω: поэт. тж. παραρίπτω
1) отбрасывать прочь, бросать (τι и τινά Anth.);
2) подвергать (τὸ σῶμα τοῖς κινδύνοις Diod.): π. τι λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαίσιν Soph. отчаянно рисковать чем-л.;
3) подвергать себя: τίς παραρρίψει τοιαῦτ᾽ ὀνείδη λαμβάνων; Soph. кто станет обрекать себя на подобный позор?

Greek Monolingual

ΝΑ, παραρριπτῶ, -έω και ποιητ. τ. παραρίπτω Α, παραρίχνω Ν
ρίχνω κάτι παράμερα περιφρονητικά, παραπετώ
νεοελλ.
1. ρίχνω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όση πρέπει («παράριξες αλάτι στο φαΐ και το έκανες λύσσα»)
2. ρίχνω κάτι σε άμιλλα με κάποιον άλλο, παραβγαίνω στη ρίψη («παραρίχνουμε λιθάρι»)
3. φρ. «το παράριξε έξω» — παρεμέλησε την κύρια εργασία του και ασχολείται με άλλα και ιδίως με διασκεδάσεις
αρχ.
1. ρίχνω κοντά σε κάτι
2. μτφ. α) ριψοκινδυνεύω
β) διακινδυνεύω
4. τοποθετώ κάποιον κάπου χαριστικά
5. παθ. (για λόγο) παραρρίπτομαι
εκστομίζομαι, βγαίνω από το στόμα.

Greek Monotonic

παραρρίπτω: έπειτα -έω, ρίχνω πλησίον· μεταφ., παίρνω το ρίσκο να κάνω κάτι· με μτχ., παραρρίπτω λαμβάνων, σε Σοφ.· πετώ κατά μέρος, απορρίπτω, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

παραρρίπτω: μεταγεν. -έω, καὶ παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς παραρρίπτω (Ἀνθ. Π. 9.174, 441)· - ῥίπτω πλησίον· μεταφορ., διατρέχω τὸν κίνδυνον νὰ πράξω τι (πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ), μετὰ μετοχ., π. λαμβάνων ὀνείδη Σοφ. Ο. Τ. 1493. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., διακινδυνεύω, ἐμπολὰς λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· π. σώματα κινδύνῳ, ἐκτίθημι εἰς κίνδυνον …, Διόδ. 13.79. ΙΙ. ῥίπτω κατὰ μέρος, Ἀνθολ. Π. 6.74., 9.174· ἀπορρίπτω, περιφρονῶ, αὐτόθι 9. 441. ΙΙΙ. προστίθημι, τινί τι Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 1. 1· παραδέχομαι, τινὰ εἴς τι Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 38). - Πρβλ. ἀναρρίπτω, παραβάλλομαι.

Middle Liddell

later -έω
to throw beside: metaph. to run the risk of doing a thing, c. part., π. λαμβάνων Soph.: to throw aside, reject, Anth.