διαχωρίζω

From LSJ
Revision as of 13:30, 1 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "fut. attic" to "fut. Attic")

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχωρίζω Medium diacritics: διαχωρίζω Low diacritics: διαχωρίζω Capitals: ΔΙΑΧΩΡΙΖΩ
Transliteration A: diachōrízō Transliteration B: diachōrizō Transliteration C: diachorizo Beta Code: diaxwri/zw

English (LSJ)

separate, X.Oec.9.7; τι ἀπό τινος Pl.Plt.262b; τι καί τι Epicr.11.14:—Med., Ar.Th.14:—Pass., Pl.Ti.59c, Phlb. 17a; γυνὴ -χωρισθεῖσα divorced, J.AJ15.7.10.

Spanish (DGE)

I tr.
1 separar ταῦτα πάντα διεχωρίσαμεν, οἷς τε ἀεὶ δεῖ χρῆσθαι καὶ τὰ θοινητικά pusimos por separado todo eso, lo que se utiliza a diario y lo de fiesta X.Oec.9.7, δ. τὰς χώρας demarcar los territorios Str.1.4.8, καθ' ἓν ἕκαστον Demetr.Eloc.180, φίλους LXX Pr.16.28, τοῦτο ... τὸ ἡγεμονικὸν διακεχώρικεν Ph.1.190, cf. Plu.2.968d, POxy.1673.5, PMerton 79.16 (ambos II d.C.)
c. giro prep. ἀπὸ τῶν ἄλλων ... τὸ ζητούμενον Pl.Plt.262b, cf. 1Ep.Clem.33.3, c. gen. αὐτὴν (τὴν ἄκραν) τῆς πόλεως LXX 1Ma.12.36, τὰ βάρος ἔχοντα τῶν κούφων διεχώρισε Ph.1.500, en v. pas. κατὰ γένη διαχωρισθέντα ἕκαστα Pl.Ti.58a, cf. Arist.Metaph.1023a23, Aen.Tact.11.10.
2 clasificar ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.10.14
en v. pas. πλεῖστα ... σκεύη ἐν σμικροτάτῳ ἀγγείῳ διακεχωρισμένα muchísimos aparejos (de un barco) clasificados en un receptáculo pequeñísimo X.Oec.8.11.
3 dividir ἡ δυὰς διεχώρισεν αὑτὴν ἐκ τῆς μονάδος Theol.Ar.8, τὸν ἕνα θεὸν ... τῷ λόγῳ Cyr.H.Catech.4.4, abs. ἡ διαχωρίζουσα γραμμή Vett.Val.347.12.
4 fig. distinguir, diferenciar δίκαιον θεὸν ἀπὸ ἀγαθοῦ Origenes Comm.in Eph.6.1(p.568), ἄρτον ἄρτου Manes 93.7, cf. Clem.Al.Paed.2.4.41.
II intr. gener. en v. med.-pas.
1 separarse, disociarse ἀπ' ἀλλήλων Pl.Ti.59c, abs. de los párpados en el feto, Arist.GA 744b1, cf. 729a8
de pers. separarse, apartarse Plb.18.19.12, 21.30.13, PTeb.802.13 (II a.C.), LXX Ge.13.14, ἵνα ... ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν διαχωρίζηται πατρίδα para que se marchara cada uno a su propia patria D.S.2.21, cf. 20.42, Eu.Luc.9.33
separarse, divorciarse γυνὴ ... διαχωρισθεῖσα I.AI 15.259.
2 en mitos creacionales separarse, producirse o proceder por separación αἰθὴρ ... ὅτε ... διεχωρίζετο cuando se separó el Éter (como elemento definido), Ar.Th.14, διακεχώρισται ... ἀπ' ἀλλήλων ἥ τε γῆ καὶ τὸ ὕδωρ Corp.Herm.1.11, cf. Hippol.Haer.5.27.3, en teol. (οὐδὲ μιᾶς ἐνεργείας) τὸ ἅγιον πνεῦμα διακεχώρισται Gr.Nyss.Trin.13.19
en v. act. ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτός LXX Ge.1.14, cf. 18, ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος LXX Ge.1.6.
3 perf. haber diferencia, ser diferente οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς ... καὶ τὸ ἐριστικῶς ... ποιεῖσθαι ... τοὺς λόγους Pl.Phlb.17a.
4 disiparse ἥ τε ὀδύνη Hp.Vid.Ac.9.

German (Pape)

[Seite 614] absondern, aus einander stellen, Ar. Th. 14; unterscheiden, οἷς διακεχώρισται τό τε διαλεκτικῶς πάλιν καὶ τὸ ἐριστικῶς ἡμᾶς ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς λόγους Plat. Phil. 17 a; κατὰ γένη Tim. 58 a; ἀπό τινος, Polit. 262 b u. öfter; τὴν δύναμιν ἀπ' ἀλλήλων D. Sic. 20, 42.

French (Bailly abrégé)

f. διαχωρίσω, att. διαχωριῶ;
diviser, séparer, acc..
Étymologie: διά, χωρίζω.

Russian (Dvoretsky)

διαχωρίζω: (fut. διαχωρίσω - атт. διαχωριῶ)
1) разделять, разобщать Arph.;
2) pass. разделяться, раскрываться (τὰ βλέφαρα διαχωρίζονται Arst.);
3) выделять, отделять (τι ἀπό τινος Plat., Diod.);
4) различать, расчленять (τὰ κατὰ γένη διαχωρισθέντα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· -χωρίζω, ἀποχωρίζω (βάλλω ξέχωρα), Ξεν. Οἰκ. 9, 7· τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτ. 262B· τι καί τι Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 14. -Παθ., Πλάτ. Τιμ. 59C, Φιλήβ. 17A.

English (Thayer)

to separate thoroughly or wholly (cf. διά, C. 2) (Aristophanes, Xenophon, Plato, others; the Sept.). Passive present διαχωρίζομαι (in a reflexive sense) cf. ἀποχωρίζω) to separate oneself, depart, (Diodorus 4,53): ἀπό τίνος, Luke 9:33.

Greek Monolingual

(ΑΝ)
1. ξεχωρίζω, διαστέλλω
2. διακρίνω κάτι από άλλο
αρχ.
παίρνω διαζύγιο.

Greek Monotonic

διαχωρίζω: μέλ. -ῐῶ, διακρίνω, ξεχωρίζω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. Attic ῐῶ
to separate, Xen.

Chinese

原文音譯:diacwr⋯zomai 笛阿-何里索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-間隔(化) 相當於: (בָּדַל‎) (פָּרַשׁ‎)
字義溯源:完全移開,分開,分離;由(διά)*=通過)與(χωρίζω)=隔離)組成;其中 (χωρίζω)出自(χώρα)=地方), (χώρα)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂開,張開)。參讀 (ἀνακρίνω)同義字參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 分離(1) 路9:33

French (New Testament)

quitter