αἶπος

From LSJ
Revision as of 16:32, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰπος Medium diacritics: αἶπος Low diacritics: αίπος Capitals: ΑΙΠΟΣ
Transliteration A: aîpos Transliteration B: aipos Transliteration C: aipos Beta Code: ai)=pos

English (LSJ)

εος, τό, (αἰπύς) height, steep, A.Ag.285,309, etc.; πρὸς αἶπος ὁδοιπορῆσαι, ἰέναι to toil up-hill, Hp.Morb.2.51,70; πρὸς αἶπος ἔρχεται, metaph. of a difficult task, E.Alc.500: hence αἶ. (v.l. ἆπος ) ἐκβαλὼν ὁδοῦ, i.e. the weariness of the ascent (expl. by Hsch. as κάματος), Id.Ph.851 (unless ἐκβαλών = 'forgetting').

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Morfología: [gen. contr. -ους]
1 altura, elevación, montaña Ἀθῷον αἶπος Ζηνός A.A.285, Ἀραχναῖον A.A.309, Παρνάσιον Theoc.7.148, Ἀργανθώνιον Euph.71, Μυρτώσιον A.R.2.505, ὁδοιπορῆσαι ... πρὸς αἶπος marchar cuesta arriba Hp.Morb.2.51, ἰέναι Hp.Morb.2.70, fig. (δαίμων) πρὸς αἶπος ἔρχεται (el destino) se hace cuesta arriba E.Alc.500.
2 fig. agotamiento, esfuerzo αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ descansando del esfuerzo del camino E.Ph.851, cf. Hsch.
• Etimología: Cf. αἰπύς.

French (Bailly abrégé)

εος, att. ους (τό) :
escarpement ; hauteur, montagne ; πρὸς αἶπος ἔρχεται EUR il va gravir l'escarpement en parl. d'une tâche ardue.
Étymologie: αἰπύς.

Russian (Dvoretsky)

αἶπος: εος τό
1) высота, крутизна, круча, гора (Ἀθῷον αἶ. Aesch.; Παρνάσσιον αἶ Theocr.);
2) трудность, трудная задача: πρὸς αἶ. ἔρχεσθαι Eur. быть трудным; αἶ. ὁδοῦ Eur. утомительность пути.

Greek (Liddell-Scott)

αἶπος: -εος, τό, (αἰπύς) ὕψωμα, ἀκρώρεια, κρημνὸς ἀπότομος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 285, 309, κτλ. πρβλ. ἀπότομος: ― πρὸς αἶπος ἰέναι, ὁδοιπορεῖν, ἀναβαίνω μετὰ κόπου ὕψωμα, Ἱππ. 479. 17 καὶ 44., 485. 51· πρὸς αἶπος ἔρχεται, μεταφ. ἐπὶ δυσκόλου ἔργου, Εὐρ. Ἄλκ. 500 καὶ τὸ ἐν Φοιν. 851· αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ (τὸ κοπῶδες τῆς ὁδοιπορίας) εἶναι ἡ πιθανωτέρα φαίνεται γραφή, διότι ὁ Ἡσύχ. ἔχει γλῶσσ. «αἶπος· κάματος.» Πρβλ. Εὐστ. 381. 19 (ἔνθα ὅμως ἐν τῷ κειμένῳ εἶναι ἆπος).

Greek Monotonic

αἶπος: -εος, τό (αἰπύς), ύψωμα, γκρεμός, σε Αισχύλ.· πρὸς αἶπος ἔρχεσθαι, μεταφ., λέγεται για δύσκολη επιχείρηση, για δύσκολο έργο, σε Ευρ.

Middle Liddell

αἰπύς
a height, a steep, Aesch.:— πρὸς αἶπος ἔρχεσθαι, metaph. of a difficult task, Eur.

Frisk Etymology German

αἶπος: {aĩpos}
Grammar: n.
Meaning: steile, schroffe Höhe (A., E., Hp. u. a.);
Derivative: davon αἰπεινός (< *αἰπεσνός) steil (poet. seit Il.). Dagegen ist αἰπήεις (αἰπήεσσαν Φ 87, danach A. R. 2, 721 und AP 7, 273) nur eine Erweiterung von αἰπύς (Schwyzer 527: 3; verfehlt Thieme Studien 71). — Neben αἶπος steht αἰπύς steil, jäh (meist ep. und poet. seit Il.). Die abweichende Stammbildung in αἰπά (αἰπὰ ῥέεθρα Θ 369, Versende) und αἰπήν (πόλιν ... αἰπήν γ 130 usw., immer am Versende) ist offenbar metrisch bedingt. Hierher wahrscheinlich αἶψα, s. d.
Etymology: Unerklärt; phantastisch Brugmann IF 37, 155 ff.
Page 1,43

English (Woodhouse)

hill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

τό, Höhe, Berg, Aesch. Ag. 276, 300; Theocr. 7.148; sp.D. übertragen, πρὸς αἶπος ἔρχεται, d.i. schwieriges unternimmt er, Eur. Alc. 518.