καινόω

From LSJ
Revision as of 14:19, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόω Medium diacritics: καινόω Low diacritics: καινόω Capitals: ΚΑΙΝΟΩ
Transliteration A: kainóō Transliteration B: kainoō Transliteration C: kainoo Beta Code: kaino/w

English (LSJ)

(καινός) A make new, change, τὰ ἐπιβουλεύματα D.C.47.4; of language, D.H.Th.21:—Pass., of political changes, Th.1.71; καινοῦσθαι τὰς διανοίας in inventing new devices, Id.3.82, cf. Ph.1.326, 2.156. II = καινίζω, use for the first time, handsel, Hdt.2.100. III renew, φόβον Ph.2.78.

German (Pape)

[Seite 1295] neu machen; ἐπιβουλεύματα D. Cass. 47, 4; bei Thuc. 3, 82 wird τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας vom Schol. καινοτόμα εἶναι erkl., Neigung zu Neuerungen, Staatsveränderungen haben; bei Her. 2, 100 ποιησαμένην γάρ μιν οἴκημα καινοῦν τῷ λόγῳ, einweihen. Vgl. καινίζω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. καινώσω, ao. ἐκαίνωσα;
1 créer du nouveau, inventer, innover ; Pass., en parl. de changements politiques καινοῦσθαι τὰς διανοίας THC avoir dans l'esprit des idées de changement, de révolution;
2 se servir pour la première fois de, inaugurer, acc..
Étymologie: καινός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινόω [καινός] voor het eerst gebruiken, inwijden:. οἴκημα κ. een gebouw inwijden Hdt. 2.100.3. vernieuwen:. καινοῦσθαι τὰς διανοίας nieuwe plannen bedenken Thuc. 3.82.3.

Russian (Dvoretsky)

καινόω:
1 обновлять, изменять: τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας Thuc. изменение образа мыслей;
2 впервые вводить в употребление, торжественно открывать (οἴκημα ὑπόγαιον Her.).

Greek Monotonic

καινόω: μέλ. -ώσω (καινός),
I. κάνω κάτι νέο, ανανεώνω — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό σύστημα, σε Θουκ.· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.
II. καινίζω, χρησιμοποιώ για πρώτη φορά, εγκαινιάζω, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καινόω: (καινὸς) μεταβάλλω, ἀλλάσσω, τὰ ἐπιβουλεύματα Δίων Κ. 47. 4· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 21. - Παθ., ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, Θουκ. 1. 71· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, κλίσιν εἰς νεωτερισμοὺς καὶ μεταβολὰς ἐν τῇ πολιτείᾳ ἔχειν, ὁ αὐτ. 3. 82. ΙΙ. = ἐγκαινίζω, κάμνω τὰ ἐγκαίνια οἰκοδομῆς τινος, καινοῦν τῷ λόγῳ, νόῳ δὲ ἄλλα μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 2. 100. ΙΙΙ. ἀνακαινίζω, ἀνανεώνω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8790.

Middle Liddell

καινός
I. to make new, innovate:— Pass., of political changes, Thuc.; καινοῦσθαι τὰς διανοίας to have their minds revolutionised, Thuc.
II. = καινίζω, to use for the first time, to handsel, Hdt.