ὑλώδης
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
[ῡ], ες. A woody, wooded, νῆσος Th.4.8,29; πάγος S.Ichn. 215; ὄρος, λόφος, Dicaearch.2.1, Plu.Marc.29; ὁδοί Onos.6.7: τὰ ὑλώδη wooded ground, opp. τὰ ψιλά, X.Cyn.5.7. II turbid, muddy, ὕδωρ Dsc.5.81; ποταμός, λίμναι, ῥεῖθρον, Plu.Pyrrh.21, Sull.20, Brut. 51: metaph., βίος David Proll.79.3: cf. ὕλη IV. 1.
German (Pape)
[Seite 1177] ες, 1) holzig, waldig; Thuc. 4, 29; τόπος, Pol. 3, 18, 10. – 2) = ἰλυώδης, unrein, schlammig, s. Schaef. Greg. p. 555 u. vgl. ὑλίζω.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 boisé, couvert de forêts;
2 plein de lie, bourbeux.
Étymologie: ὕλη, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ὑλώδης: (ῡ)1 лесистый (νῆσος Thuc.; λόφος Plut.);
2 мутный, илистый (λίμνη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑλώδης: -ες, (εἶδος) δασώδης, ὑπὸ δάσους κεκαλυμμένος, νῆσος Θουκ. 4. 8, 29· λόφος, ὄρος Πλούτ., κλπ.· τὰ ὑλώδη, τόποι δασώδεις, ὑπὸ δασῶν κεκαλυμμένοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ψιλά, Ξεν. Κυν. 5. 7. ΙΙ. θολός, πηλώδης, ὕδωρ, οἶνος Διοσκ. 5. 87· ποταμός, λίμνη, ῥεῖθρον Πλουτ. Πύρρ. 21, Σύλ. 20, Βροῦτ. 51. ἀλλ’ ἴδε ὕλη IV.
Greek Monolingual
-ες / ὑλώδης, -ῶδες, ΝΑ ύλη
ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδης («ὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾶσα ὑπ' ἐρημίας ἦν», Θουκ.)
αρχ.
1. υλικός
2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑλώδη
τόποι καλυμμένοι από δάση.
Greek Monotonic
ὑλώδης: [ῦ], -ες (εἶδος),
I. δασωμένος, ξυλώδης, δασώδης, σε Θουκ.· τὰ ὑλώδη, δασώδεις περιοχές, σε Ξεν.
II. θολός, λασπώδης, λασπωμένος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑλ-ώδης, ες εἶδος
I. woody, wooded, Thuc.; τὰ ὑλώδη wooded ground, Xen.
II. turbid, muddy, Plut.