συμπείθω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
pf. part. -πεπεικυῖα Hyp.Ath.4 (aor. part. συμπείσας is f.l. for συμπιέσας in Plu.2.580d):—win by persuasion, persuade, abs., Pl.Lg.720d: c. acc. pers., Lycurg.102, UPZ114i22 (ii B.C.), Plu. Cam.23: c. acc. rei, τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος X.Mem.2.4.6; σ. τἀναντία D.H.6.49; ταῦτα συμπείθεις με σύ; Men.Epit.527: c. acc. pers. etinf., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν X.Cyr.2.2.24, cf. Aeschin. 3.142, D.18.147, IG12(7).386.15 (Amorgos, iii B.C.):—Pass., join in a view, Arist.Pol.1307b15; allow oneself to be persuaded, c. inf., ib. 1296a38; τι to a thing, Aeschin.3.71, SIG364.96 (Ephesus, iii B.C.): c. dat., to be convinced of... Phld.Mus.p.89K.: abs., Demetr.Com. Vet.4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν Luc.JTr.45; τὸ -πεπεισμένον the sum agreed, BGU1163.8(i B.C.); συνεπείσθησαν πρὸς ἀλλήλας μὴ ἐγκαλεῖν Sammelb.7338.10 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 985] mit, zugleich bereden, einen Andern für seine eigne Meinung gewinnen; Thuc. 7, 21; Plat. Legg. IV, 720 d; Xen. Mem. 2, 4, 6; Isocr. 5, 26, Sp., wie συμπειθόμενος ποιεῖν τι, Pol. 17, 13, 4; Plut. Them. 4; συμπεπεισμένοι καθ' ἡμῶν εἰσιν, Luc. Iov. Trag. 45.
French (Bailly abrégé)
1 amener qqn par la persuasion à son propre sentiment, persuader;
2 encourager, exhorter;
Moy. συμπείθομαι se laisser persuader.
Étymologie: σύν, πείθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πείθω, Att. ξυμπείθω (proberen te) overreden, (proberen) over (te) halen:; τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος deels door overreding, deels door geweld Xen. Mem. 2.4.6; met inf.; met dubb. acc.. ταῦτα συμπείθεις με σύ; probeer jij me daartoe over te halen? Men. Epitr. 1067. pass. overgehaald worden, overreed worden, zich laten overhalen of overreden; met inf. om te.
Russian (Dvoretsky)
συμπείθω:
1 совместно убеждать, увещевать, уговаривать (τινὰ ποιεῖν τι Xen., Aesch.): ξυνέπειθε τοῦ ταῖς ναυσὶ μὴ ἀθυμεῖν ἐπιχειρήσειν Thuc. (Гермократ) убеждал не бояться напасть на корабли (афинян); συμπείθεσθαί τι Aeschin. быть склоняемым к чему-л., соглашаться на что-л.;
2 подстрекать, возбуждать: συμπεπεισμένος κατά τινος Luc. восстановленный против кого-л.
Greek Monolingual
Α πείθω
1. πείθω κάποιον εντελώς («μετὰ λόγου καὶ ἀποδείξεως τοὺς ἀνθρώπους συμπείθουσιν», Λυκούργ.)
2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε κάτι
3. μέσ. συμπείθομαι
δέχομαι κάτι ως ορθό μαζί με άλλους («εἰ ταῡθ' οἱ Φιλίππου μὴ συμπειθήσονται πρέσβεις», Αισχίν.).
Greek Monotonic
συμπείθω: μέλ. -σω, συμβάλλω ή βοηθώ στο να πεισθεί κάποιος, σε Ξεν.· επίσης, συμπείθω τοῦ μὴ ἀθυμεῖν, βοηθώ στο να πεισθεί να μην απελπίζεται, σε Θουκ. — Παθ., αφήνομαι να πεισθώ συγχρόνως, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
συμπείθω: πείθω ὁμοῦ, συγκαταπείθω, Πλάτ. Νόμ. 720D, Λυκοῦργ. 162. 2· μετ’ αἰτ. πράγμ., τὰ μὲν συμπείθων, τὰ δὲ βιαζόμενος Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6 σ. τἀναντία Διον. Ἁλ. 6. 49· ― μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ ἀπαρεμφ., σ. πολλοὺς ὁμογνωμονεῖν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 24, πρβλ. Αἰσχίν. 73. 40· σ. τινὰ Πλουτ. Κάμιλλ. 23· ― ὁμοίως, σ. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν Θουκ. 7. 21. ― Παθητ., πείθομαι συγχρόνως, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 7, 13· ποιεῖν τι αὐτόθι 4. 11, 19, Πολύβ. 17. 13, 4· τι, εἴς τι πρᾶγμα, Αἰσχίν. 64. 1· ἀπολ., Δημήτρ. ἐν Ἀδήλ. 2· συμπεπεισμένοι καθ’ ἡμῶν Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 45.
Middle Liddell
fut. σω
to join or assist in persuading, Xen.;—also, ς. τοῦ μὴ ἀθυμεῖν to help in persuading against despair, Thuc.:—Pass. to allow oneself to be persuaded at the same time, Aeschin.