δακρυτός
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
όν (ή, όν J.AJ4.8.48), wept over, tearful, ἐλπίς A.Ch. 236; μόρος AP7.495 (Alc.); ἀπαλλαγή J.l.c.: irreg. Sup. δακρυώτατος, Hsch.
Spanish (DGE)
(δακρῡτός) -ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν IG 13.1295bis.6 (V a.C.)]
1 llorado δ. ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου llorada esperanza de una semilla salvadora de Orestes, A.Ch.236, πᾶσιν δ. Δημήτριος FAmyzon 65.2 (II a.C.), ἠρία AP 7.180 (Apollonid.).
2 que hace llorar, deplorable (τάδ' ἔργα φόνια) ... δακρύτ' ἄγαν E.El.1182, μνήμη IG l.c., ἄχος CEG 153.2 (Amorgos V a.C.), ἠιθέων δ. ἅπας μόρος toda muerte de jóvenes es deplorable, AP 7.495 (Alc.Mess.), ποιεῖν ... δακρυτὴν τὴν ἀπαλλαγήν I.AI 4.323.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 pleuré;
2 qu’il faut pleurer, déplorable.
Étymologie: adj. verb. de δακρύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακρυτός -όν [δακρύω] te bewenen.
Russian (Dvoretsky)
δακρῡτός:
1 стоивший многих слез (ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου Aesch.);
2 заставляющий плакать, достойный слез, ужасный (sc. πήματα Eur.; μόρον Anth.).
Greek Monolingual
δακρυτός, -ή, -όν και δακρυτός, -όν (Α) δακρύω
εκείνος για τον οποίο δακρύζει κανείς.
Greek Monotonic
δακρῡτός: -όν (δακρύω), πολυδάκρυτος, αξιοδάκρυτος, αξιολύπητος, σε Αισχύλ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
δακρῡτός: -όν, ἀξιοδάκρυτος, πολυδάκρυτος, ἐλπὶς Αἰσχύλ. Χο. 236· μόρος Ἀνθ. Π. 7. 490. Ἀνώμαλόν τι ὑπερθ. δακρυώτατος παρ’ Ἡσύχ.