φιτύω

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῑτύω Medium diacritics: φιτύω Low diacritics: φιτύω Capitals: ΦΙΤΥΩ
Transliteration A: phitýō Transliteration B: phityō Transliteration C: fityo Beta Code: fitu/w

English (LSJ)

fut. ύσω [ῡ], E.Alc.294: aor. ἐφίτῡσα (v. infr.):—sow, plant, beget, A.Pr.235, Supp.313, S.Ant.645, E. l. c.; ὁ φιτύσας πατήρ S.Aj.1296, Tr.311; also used by Pl., R.461a, Lg.879d, Criti.116c: —Med., of the woman, bear, Ἠὼς . . Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν Hes.Th. 986, cf. A.R.4.807, Opp.C.1.4; Ep. 2sg. fut. φιτύσεαι Mosch.2.160.

German (Pape)

[Seite 1290] = φυτεύω, säen, pflanzen, erzeugen; Tragg.: ἀϊστώσας γένος τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι νέον Aesch. Prom. 233; Suppl. 308; τίς δ' ὁ φιτύσας πατήρ Soph. Trach. 310; Ai. 1275; ὅστις δ' ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα Ant. 641; u. med., von der Frau, Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν Hes. Th. 986; seltener in Prosa, wu Plat. Rep. V, 461 a; φιτῦσαι καὶ τεκεῖν Legg. IX, 879 d.

French (Bailly abrégé)

f. φιτύσω, ao. ἐφίτυσα, pf. inus.
ensemencer ; engendrer.
Étymologie: φῖτυ.

Russian (Dvoretsky)

φῑτύω: досл. сажать, сеять, перен. производить на свет, рождать (γένος νέον Aesch.; τέκνα Soph.; παῖδα Plat.); med. рожать (υἱόν τινι Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

φῑτύω: μέλλ. -ύσω [ῡ]· ἀόρ. ἐφίτῡσα· ― ὡς τὸ φυτεύω (ἴδε ἐν λ. φύω), σπείρω, γεννῶ, φέρω εἰς τὸ εἶναι, Αἰσχύλ. Πρ. 233, Ἱκέτ. 312, Σοφ. Αἴ. 1296, Ἀντιγ. 645, Τραχ. 311, Εὐρ. Ἄλκ. 294· ― ἴσως ὁπουδήποτε παρὰ πεζοῖς ἀπαντᾷ (Πλάτ. Πολ. 461Α, Νόμ. 879D, Κριτί. 116C), διορθωτέον διὰ τοῦ φυτεύω· διότιτύπος φιτύω φαίνεται ὅτι εἶναι ποιητικός, τιθέμενος ὁπόταν ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπῃ νὰ εἶναι μακρά· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐπὶ γυναικῶν, τίκτω, Ἠώς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱὸν Ἡσ. Θεογ. 986, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 807, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 4· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. μέλλ. φιτύσεαι Μόσχ. 2. 160.

Greek Monolingual

Α φῑτυ
1. φυτεύω, σπέρνω
2. φέρνω στη ζωή, δημιουργώὅστις δ' ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα», Σοφ.)
3. μεσ. φιτύομαι
(για γυναίκα) γεννώ, τίκτω («Ἠὼς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

φῑτύω: μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐφίτῡσα· ποιητ. αντί φῠτεύω, όταν η πρώτη συλ. τείνει να είναι μακρά, σπέρνω, φυτεύω, δημιουργώ, γεννώ, σε Τραγ. — Μέσ., λέγεται για γυναίκα, παράγω, γεννώ, σε Ησίοδ.· Επικ. βʹ ενικ. μέλ. φιτύσεαι, σε Μόσχ.

Middle Liddell

φῑτύω, poet. for φῠτεύω, when the 1st syllable is to be long
to sow, plant, beget, call into being, Trag.:—Mid. of the woman, to produce, bear, Hes.; epic 2nd sg. fut. φιτύσεαι Mosch.

English (Woodhouse)

cause, create, produce, bring into existence

⇢ Look up "φιτύω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σπέρνω, φυτεύω, γεννῶ). Ἀπό τό οὐσ. φῖτυ, τό (=κλαδί) ἀντί φίτυμα καί παράγεται ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό φύω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φίτυμα (=κλαδί, γέννημα), φῖτυς -υος, ὁ (=ὁ πατέρας).