κακοπραγέω

From LSJ
Revision as of 13:41, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπρᾱγέω Medium diacritics: κακοπραγέω Low diacritics: κακοπραγέω Capitals: ΚΑΚΟΠΡΑΓΕΩ
Transliteration A: kakopragéō Transliteration B: kakoprageō Transliteration C: kakoprageo Beta Code: kakoprage/w

English (LSJ)

fare ill, fail in an enterprise, Th.4.55; to be in ill plight, Id.2.43; κ. ἀναξίως Arist.Rh.1386b26, cf. Aphth.Prog.1, al.: in physical sense, ἥπατος ἢ γαστρὸς κακοπραγούντων Gal.10.789, al.

German (Pape)

[Seite 1302] in seinen Unternehmungen Unglück haben, übh. unglücklich sein, Thuc. 2, 43. 4, 55 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être malheureux.
Étymologie: κακός, πράσσω.

Greek Monotonic

κᾰκοπρᾱγέω: μέλ. -ήσω (πρᾶγος), είμαι άτυχος, αποτυγχάνω σε μία προσπάθεια, δυστυχώ, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπρᾱγέω: терпеть неудачи, быть несчастливым (в своих делах) Arst.: οἰ κακοπραγοῦντες Thuc. несчастные, обездоленные.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπραγέω [κακός, πράττω] er slecht voor staan, ongelukkig zijn.

Middle Liddell

κᾰκο-πρᾱγέω, fut. -ήσω πρᾶγος
to fare ill, fail in an enterprise, to be in ill plight, Thuc.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ἀποτυχαίνω, δυστυχῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό κακοπραγής (=κακοποιός) → κακός + πρᾶγος (=πρᾶγμα) τοῦ πράττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Ἀπό τό κακοπραγῶ: κακοπραγία (=ἀποτυχία), κακοπράγημα, κακοπράγμων (=βλαβερός).