βατός

From LSJ
Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτός Medium diacritics: βατός Low diacritics: βατός Capitals: ΒΑΤΟΣ
Transliteration A: batós Transliteration B: batos Transliteration C: vatos Beta Code: bato/s

English (LSJ)

ή, όν, (βαίνω) A passable, accessible, τοῖς ὑποζυγίοις X.An. 4.6.17, cf. Men.924, Arr.An.4.21.3, Nonn.D.1.54, al.; = βέβηλος, opp. ἄβατος, Porph.Abst.4.11: metaph., permissible, Just.Nov.30.8 Intr. II Act., speeding, πούς Nonn.D.2.96, 18.55.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 accesible, a donde se puede llegar de montañas, X.An.4.6.17, τόπος Men.Fr.751, cf. Arr.An.4.21.3, γῆ IKyme 37.39, ISmyrna 210.10 (imper.), χθών UPZ 226.10 (II a.C.), Nonn.Par.Eu.Io.1.36, τὸ ἱερόν Porph.Abst.4.11
del mar, ríos vadeable, que se puede cruzar θάλασσα Lyc.1414, cf. Philostr.Im.1.25.2, Nonn.D.1.54, Par.Eu.Io.6.19
fig. accesible, fácil del estilo de Tucídides AP 9.583, ὥστε μηδενὶ τὰς τοιαύτας ἀργυρολογίας βατὰς ... γίνεσθαι Iust.Nou.30.8 tít.
2 rápido πούς Nonn.D.2.96, 18.55.

German (Pape)

[Seite 439] ή, όν, gangbar, ersteigbar, τὰ βατά Soph. frg. 109; τοῖς ὑποζυγίοις Xen. An. 4, 6, 17; λίμνη Pol. 10, 8; zu durchwaten, Arr. u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
où l'on peut aller, accessible.
Étymologie: adj. verb. de βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βατός -ή -όν βαίνω begaanbaar.

Russian (Dvoretsky)

βᾰτός: (удобо)проходимый (τινι Xen., Men.; Soph. - v.l. к ἄβατος; ἡ ψάμμος Luc.; τόπος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰτός: -ή, -όν, (βαίνω) διαβατός, εὔβατος, τοῖς ὑποζυγίοις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17, Ἀρρ. Ἀν. 4. 21, 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 39. – Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἴδε ἐν λ. βέβηλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βατός, -ή, -όν) βαίνω
1. διαβατός, ευκολοπέραστος
2. κατορθωτός, εύκολος στην αντιμετώπισή του
μσν.
εκείνος που επιτρέπεται, που δεν είναι απαγορευμένος
αρχ.
1. βέβηλος (αντίθ. του άβατος)
2. φρ. «βατὸς πούς» — πόδι που κινείται γρήγορα.

Greek Monotonic

βᾰτός: -ή, -όν (βαίνω), προσπελάσιμος, σε Ξεν.

Middle Liddell

βαίνω
passable, Xen.