Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολυμβήθρα

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολυμβήθρα Medium diacritics: κολυμβήθρα Low diacritics: κολυμβήθρα Capitals: ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ
Transliteration A: kolymbḗthra Transliteration B: kolymbēthra Transliteration C: kolymvithra Beta Code: kolumbh/qra

English (LSJ)

ἡ, A place for diving, swimming-bath, Pl.R.453d, D.S.11.25; κ. μύρου Alex.300. II wine-vat, tun, D.S.13.83. III reservoir, cistern, LXX 4 Ki.18.17. IV baptismal font, POxy.147 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1476] ἡ, Ort zum Untertauchen, zum Baden; Plat. Rep. V, 453 d; κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Alexis bei Ath. I, 18 c; Sp., wie D. Sic. 4, 78. 11, 25.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
piscine, bain.
Étymologie: κολυμβάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολυμβήθρα -ας, ἡ [κολυμβάω] zwembad.

Russian (Dvoretsky)

κολυμβήθρα:
1 бассейн для плавания Plat.;
2 купальня, купель (τοῦ Σιλωάμ NT).

Spanish

piscina

English (Strong)

from κολυμβάω; a diving-place, i.e. pond for bathing (or swimming): pool.

English (Thayer)

κολυμβήθρας, ἡ (κολυμβάω), a place for diving, a swimming-pool (A. V. simply pool): in 11; a reservoir or pool used for bathing, R L), 7). (Plato, rep. 5, p. 453d.; Diodorus, Joseph, others; the Sept., Nahum 2:8.)

Greek Monolingual

και κολυμπήθρα, η (AM κολυμβήθρα)
ιερό σκεύος μέσα στο οποίο βαπτίζονται οι χριστιανοί
μσν.-αρχ.
1. δεξαμενή, στέρνα
2. βάπτισμα («δύναμιν τοῦ μυστηρίου τῆς κολυμβήθρας»)
αρχ.
1. λουτρό
2. βαρέλι για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμβώ + επίθημα -(ή)θρα (πρβλ. δακτυλήθρα, ουρήθρα)].

Greek Monotonic

κολυμβήθρα: ἡ, τόπος για κολύμπι, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβήθρα: ἡ, τόπος διὰ κολύμβημα, Πλάτ. Πολ. 453D· κολυμβᾶν εἰς κολυμβήθραν μύρου Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 28. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν, σκεῦος πρὸς βάπτισιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3726b, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

κολυμβήθρα, ἡ,
a swimming-bath, Plat. [from κόλυμβος

Chinese

原文音譯:kolumb»qra 可淋卑特拉
詞類次數:名詞(5)
原文字根:游水(的池子) 相當於: (בְּרֵכָה‎)
字義溯源:潛水處,池子,貯水池;源自(κολυμβάω)=跳入水中);而 (κολυμβάω)出自(κολυμβήθρα)X*=潛水者)
出現次數:總共(4);約(4)
譯字彙編
1) 池子(3) 約5:4; 約5:7; 約9:7;
2) 一個池子(1) 約5:2

English (Woodhouse)

swimming-bath

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κολυμβῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη κόλυμβος.

Léxico de magia

piscina lugar de curación para la gente enferma ὁ θ(εὸ)ς τῆς προβατικῆς κολυμβήθρας, ἐξελοῦ τὴν δούλην σου Ἰωαννίαν Dios de la piscina probática, salva a tu esclava Ioania C 5b 7 O 3 1