πλησίστιος

From LSJ
Revision as of 14:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησίστιος Medium diacritics: πλησίστιος Low diacritics: πλησίστιος Capitals: ΠΛΗΣΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: plēsístios Transliteration B: plēsistios Transliteration C: plisistios Beta Code: plhsi/stios

English (LSJ)

ον, (πίμπλημι, ἱστία) A filling or swelling the sails, οὖρος Od.11.7,12.149, Them.Or.15.195a; πνοαί E.IT430 (lyr.). II Pass., with full sails, π. φέρεσθαι Ph.1.611, 2.571: metaph., Plu.Cat. Ma.3.

German (Pape)

[Seite 635] die Segel füllend, schwellend; οὖρος, Od. 11, 7. 12, 149; πνοαί, Eur. I. T. 430; ἄνεμος, Luc. Herc. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui emplit ou gonfle les voiles;
2 dont les voiles sont gonflées, qui vogue à pleines voiles.
Étymologie: πλήθω, ἱστίον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλησίστιος -ον [πλήθω, ἱστίον] act. de zeilen vullend (van een gunstige wind). pass. met gevulde zeilen, 'met de wind in de zeilen'; overdr.. ἐπὶ τὸν πόλεμον ten oorlog, ten strijde Plut. CMa 3.6.

Russian (Dvoretsky)

πλησίστιος:
1 надувающий паруса (οὖρος Hom.; πνοαί Eur.; ἄνεμος Luc.);
2 с надутыми парусами: π. ἐπὶ τὸν πόλεμον φερόμενος Plut. отправляющийся на войну на всех парусах.

Greek Monolingual

-ια, -ιο / πλησίστιος, -ιον, ΝΑ
1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά
2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς οικονομική καταστροφή»)
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα ιστία («πλησίστιον
τὸν ἄνεμον, πληροῦντα τὸ ἱστίον», Ησύχ.).
επίρρ...
πλησιστίως, ΝΑ
με αναπεπταμένα, με γεμάτα τα πανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι (πρβλ. αόρ. -πλησ-α) + ἱστίον «πανί»].

Greek Monotonic

πλησίστιος: -ον (πίμ-πλημι),
I. αυτός που φουσκώνει τα πανιά, οὖρος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. Παθ., αυτός που έχει φουσκωμένα πανιά, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλησίστιος: -ον, (πίμπλημι) ὁ πληρῶν, φουσκώνων τὰ ἱστία, οὖρος Ὀδ. Λ. 7, Μ. 149· πνοαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 430. ΙΙ. Παθ., ὁ ἔχων πλήρη τὰ ἱστία, «μὲ γεμᾶτα πανιά», π. φέρεσθαι Φίλων 1. 611., 2. 571, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 3, κτλ.

Middle Liddell

πλησ-ίστιος, ον, πίμπλημι
I. filling the sails, οὖρος Od., Eur.
II. pass. with full sails, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=μέ φουσκωμένα τά πανιά). Ἀπό τό πίμπλημι + ἱστίον τοῦ ἵστημι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα ἵστημι καί πίμπλημι.