μίνυνθα

From LSJ
Revision as of 10:47, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίνυνθᾰ Medium diacritics: μίνυνθα Low diacritics: μίνυνθα Capitals: ΜΙΝΥΝΘΑ
Transliteration A: mínyntha Transliteration B: minyntha Transliteration C: minyntha Beta Code: mi/nunqa

English (LSJ)

[ῐ], Adv. a short time, in Hom. mostly in phrase, μ. περ οὔ τι μάλα δήν Il.1.416, Od.22.473; μ. δέ οἱ γένεθ' ὁρμή but short-lived was his effort, Il.4.466; οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Od.15.494; μ. δὲ γίγνεται ἥβης καρπός Mimn.2.7; μ. δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα B.5.151; τὴν δ' οὔτι μ. περ εὔνασεν ὕπνος A.R.4.1060.

German (Pape)

[Seite 188] (μινύς), ein wenig, oft bei Hom.; μίνυνθα δὲ χάζετο δουρός, Il. 11, 539; bes. von der Zeit, ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, σὔτι μάλα δήν, Od. 22, 473, öfter; καδδραθέτην οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μίνυνθα, 15, 493. Man nimmt ein altes subst. μίνυνς an, zu dem es der acc. sein soll.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 peu ou un peu;
2 pour peu de temps.
Étymologie: μινύθω.

Russian (Dvoretsky)

μίνυνθᾰ: (ῐ) adv. немного, недолго, ненадолго: μ. χάζετο δουρός Hom. (Гектор) редко расставался с копьем; μ. περ οὔτι μάλα δήν Hom. но немного, совсем недолго.

Greek (Liddell-Scott)

μίνυνθᾰ: [ῐ], Ἐπίρρ., ὀλίγον, πολὺ ὀλίγον, συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις ἔχει αὐτὸ καὶ ἐπὶ χρόνου, καὶ μάλιστα ἐν τῇ φράσει, μίνυνθά περ, οὔτι μάλα δήν, ἐπ’ ὀλίγον χρόνον, οὐκέτι σφόδρα ἐπὶ πολύν, Ἰλ. Α. 416, Ὀδ. Χ. 473· μίνυνθα δέ οἱ γένεθ’ ὁρμή, ἐπ’ ὀλίγον διήρκεσεν ἡ προσπάθεια αὐτοῦ, Ἰλ. Δ. 466· οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Ὀδ. Ο. 494· μίνυνθα δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα Βακχυλ. V, 151, ἔνθα ἴδε σημ. Kenyon. - Λέξις κυρίως Ἐπική: λέγεται δὲ ὅτι εἶναι αἰτ. ἀρχαίου οὐσιαστικοῦ μίνυνς. - (Ἴδε ἐν λέξ. μινύθω).

English (Autenrieth)

for a little, a little while.

Greek Monolingual

μίνυνθα (Α)
επίρρ.
1. σε μικρή ποσότητα
2. για λίγο χρόνο («μίνυνθα δὲ γίγνεται ἥβης καρπός», Μίμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» + κατάλ. -θα (πρβλ. δηθά). Το -ν- του μίνυ-ν-θα οφείλεται σε μετρικούς λόγους (βλ. μινύθω)].

Greek Monotonic

μίνυνθᾰ: [ῐ], επίρρ., λίγο, πολύ λίγο, σε Όμηρ.· λέγεται για χρόνο, σε λίγο, στον ίδ.· μίνυνθα δέ οἱ γένεθ' ὁρμή, αλλά η προσπάθειά του υπήρξε βραχύβια, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[from μῐνῠ́θω]
a little, very little, Hom.; of time, a short time, Hom.; μίνυνθα δέ οἱ γένεθ' ὁρμή but shortlived was his effort, Hom.