στρατήγιον
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
English (LSJ)
(in codd. sometimes -εῖον, as D.L.1.50), τό, A general's tent, S. Aj.721. 2 at Athens, the place where the στρατηγοί held their sittings, Aeschin.2.85, 3.146, D.42.14, IG22.500.39, prob. in 12.77.19, 22.1479.66, cf. Plu.Per.37, Id.2.519b, D.L.1.50. 3 in Egypt, business-office of the στρατηγός, PPetr.2p.26 (iii B.C.). 4 = Lat. praetorium, Ph.Bel.102.5, Plb 6.31.1, D.H.5.28, 9.6, Plu.2.813e, D.C.53.16. 5 camp, Suid. (citing S. l.c.).
German (Pape)
[Seite 951] τό, = στρατηγεῖον; Soph. Ai. 708; Pol. 6, 31, 6 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 tente du général;
2 local d'Athènes où les stratèges tenaient leurs séances.
Étymologie: στρατηγός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατήγιον -ου, τό [στρατηγός] veldheerstent.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτήγιον: τό
1 палатка полководца Soph., Dem.;
2 (в Афинах), стратегий (место совещаний стратегов) Aeschin., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτήγιον: (ἐν Ἀντιγράφοις ἐνίοτε -εῖον), τό, ἡ σκηνὴ τοῦ στρατηγοῦ, Λατιν. praetorium, Σοφ. Αἴ. 721, Δημ. 1043. 11. 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τόπος ἔνθα συνηδρίαζον οἱ στρατηγοί, Αἰσχίν. 39. 24., 74. 21, Πλουτ. Περικλ. 37, κλ. 3) στρατόπεδον, Βυζ. (οὕτω δὲ ἐκλαμβάνουσί τινες τὴν λέξιν καὶ ἐν τῷ προμνησθέντι χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ.), Σουΐδ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. στρατηγείο.
Greek Monotonic
στρᾰτήγιον: τό,
1. σκηνή στρατηγού, Λατ. praetorium, σε Σοφ., Δημ.
2. στην Αθήνα, τόπος όπου συνεδρίαζαν στρατηγοί, σε Αισχίν.
Middle Liddell
στρᾰτήγιον, ου, τό,
1. the general's tent, Lat. praetorium, Soph., Dem.
2. at Athens, the place where the στρατηγοί held their sittings, Aeschin.