ἀνδρείκελον
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
τό, A image of a man, App.BC2.147, APl.4.221 (Theaet.). II flesh-coloured pigment, Pl.R.501b, Cra.424e, X.Oec.10.5, Arist.GA725a26, Thphr.Lap.51.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρείκελον: τό (sc. χρῶμα) телесный цвет Xen., Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρείκελον: τὸ, εἰκών, ὁμοίωμα ἀνδρός, Πλάτ. Πολ. 501 Β (ἐκτὸς ἂν ἐνταῦθα κεῖται τῆς ΙΙ. σημασ.), Ἀππ. Ἐμφ. 2. 147, Ἀνθ. Πλαν. 221. ΙΙ. εἶδος ψιμυθίου χρῶμα σαρκὸς ἔχοντος, ὥσπερ οἱ ζωγράφοι ... οἷον ὅταν ἀνδρείκελον σκευάζωσιν Πλάτ. Κρατ. 424 Ε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Ξεν. Οἰκ. 10. 5, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 1. 18, 47, Θεοφρ. Λιθ. 51: πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.
Greek Monotonic
ἀνδρείκελον: τό (ἀνήρ, εἴκελος),
I. εικόνα ανδρός, ομοίωμα, σε Πλάτ.
II. χρωστική ουσία στο χρώμα του δέρματος, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀνήρ, εἴκελος
I. an image of a man, Plat.
II. a flesh-coloured pigment, Plat.