ἐπιρρέζω

From LSJ
Revision as of 12:56, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρέζω Medium diacritics: ἐπιρρέζω Low diacritics: επιρρέζω Capitals: ΕΠΙΡΡΕΖΩ
Transliteration A: epirrézō Transliteration B: epirrezō Transliteration C: epirrezo Beta Code: e)pirre/zw

English (LSJ)

A offer sacrifices at a place, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται (Ion. impf.) Od.17.211. 2. sacrifice afterwards or besides, Ζηνὶ χοῖρον Theoc.24.99, cf.AP6.157 (Theodorid.); ὄϊν GDI3639a5 (Cos): abs., IG12(1).677.29 (Ialysus).

French (Bailly abrégé)

faire un sacrifice sur (un autel).
Étymologie: ἐπί, ῥέζω.

German (Pape)

(ῥέζω), dabei, darauf opfern; ἐπιρρέζεσκον Od. 17.211; Ζηνὶ δ' ἐπιρρέξαι χοῖρον Theocr. 24.97; Theodorid. 4 (VI.157).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρέζω:
1 (на чем-л.) совершать жертвоприношение: βωμὸς ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται Hom. алтарь, на котором все путники приносили жертвы;
2 (вслед за чем-л.) приносить в жертву (Ζηνὶ χοῖρον Theocr.; ἄρνας τινί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρέζω: προσφέρω θυσίας ἐπάνω εἴς τι, βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται (Ἰων. παρατ.) Ὀδ. Ρ. 211. 2) θυσιάζω μετὰ ταῦταπροσέτι, Ζηνὶ δ’ ἐπιρρέξαι... ἄρσενα χοῖρον Θεόκρ. 24. 97, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 157.

English (Autenrieth)

(ϝρέζω): only ipf. iter., επιρρέζεσκον, were wont to do sacrifice, Od. 17.211†.

Greek Monolingual

ἐπιρρέζω (Α) ρέζω
1. προσφέρω θυσία για κάτι («βωμὸς δ’ ἐφύπερθε τέτυκτο νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῑται», Ομ. Οδ.)
2. θυσιάζω κατόπιν ή επιπλέον.

Greek Monotonic

ἐπιρρέζω: Επικ. παρατ. -ρέζεσκον·
1. προσφέρω θυσίες επάνω σε κάτι, σε Ομήρ. Οδ.
2. θυσιάζω εκτός αυτού, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

epic imperf. -ρέζεσκον
1. to offer sacrifices at a place, Od.
2. to sacrifice besides, Theocr.