πρωτοτόκος

From LSJ
Revision as of 14:06, 1 December 2022 by Spiros (talk | contribs)

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοτόκος Medium diacritics: πρωτοτόκος Low diacritics: πρωτοτόκος Capitals: ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: prōtotókos Transliteration B: prōtotokos Transliteration C: prototokos Beta Code: prwtoto/kos

English (LSJ)

(parox.), Dor. πρατοτόκος, ον,
A bearing her first-born or having borne her first-born, μήτηρ πρωτοτόκος, of a heifer, Il.17.5; αἴξ Theoc. 5.27; ὗς, ταὧς, Arist.HA546a12, 564a30; κύων Dsc.2.70.6; of women, Pl.Tht.151c,161a; νύμφη Orph.L.193.
II proparox. πρωτότοκος, πρωτοτόκον, Pass., first-born, LXX Ge.22.21,al., Ev.Luc.2.7, PLips. 28.15 (iv A.D.), Man.3.9; τὰ πρωτοτόκα τῶν προβάτων LXX Ge.4.4, cf. PMag. Osl.1.312; πρωτοτόκος ἐγὼ ἢ σύ LXX 2 Ki.19.43.
2 metaph., πρωτοτόκος πάσης κτίσεως Ep.Col.1.15; of Homer, opp. Nicander, AP9.213.

German (Pape)

[Seite 806] zuerst, zum ersten Male gebärend od. geboren habend; μήτηρ πρωτοτόκος, οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο, Il. 17, 5, von einer Kuh; – von Frauen; Plat. Theaet. 151 c; Maneth. 3, 9. – Aber mit verändertem Ton, πρωτότοκος, erstgeboren, Ep. ad. 567 (IX, 213).

French (Bailly abrégé)

adj. f.
qui met bas pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, τίκτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοτόκος -ον [πρῶτος, τίκτω] Dor. gen. πρᾱτοτόκοιο, voor het eerst barend.

Russian (Dvoretsky)

πρωτοτόκος: дор. πρᾱτοτόκος adj. f первородящая или впервые родившая (μήτηρ Hom., Plat.; ὗς Arst.; αἴξ Theocr.).

English (Autenrieth)

(τίκτω): about to bear (‘come in’) for the first time, of a heifer, Il. 17.5†.

Greek Monolingual

-ο / πρωτοτόκος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, -ον, Α
(για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος.
επίρρ...
πρωτοτόκως Μ
με τον πρώτο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Greek Monotonic

πρωτοτόκος: Δωρ. πρᾱτο-, -ον (τίκτω),·
I. γυναίκα που γεννά πρώτη φορά, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
II. προπαροξ., πρωτότοκος, -ον, Παθ., αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε Ανθ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοτόκος: Δωρ. πρᾰτοτόκος, ον, ἡ πρώτως τετοκυῖα, ἡ πρώτην φορὰν γεννήσασα, κοινῶς «πρωτάρα», πρ. μήτηρ, ἐπὶ δαμάλεως, Ἰλ. Ρ. 5· αἴξ Θεόκρ. 5. 27· ὗς, ταὧς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20., 6. 9, 2· ἐπὶ γυναικῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 151C, 161Α, Ἀνθ. Π. 8. 163, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτότοκος, ον, παθ., πρῶτος τεχθείς, ὁ πρῶτος γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 213, Καιν. Διαθ.· τὰ πρ. τῶν προβάτων Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 4)· πρ. ἢ σὺ οἱ αὐτ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 43). - Ἐπίρρ. πρωτοτόκως, Οἰκουμέν. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 119, σ. 20. - Ἰδὲ Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 538 κἑξ.

Middle Liddell

[cf. πρωτότοκος τίκτω
bearing her first-born, Il., Theocr.