ἀκταῖος

From LSJ
Revision as of 12:45, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκταῖος Medium diacritics: ἀκταῖος Low diacritics: ακταίος Capitals: ΑΚΤΑΙΟΣ
Transliteration A: aktaîos Transliteration B: aktaios Transliteration C: aktaios Beta Code: a)ktai=os

English (LSJ)

α, ον, (ἀκτή A)
A on the shore or on the coast, epithet of cities in Aeolis, Th.4.52: Ἀκταία (sc. γῆ), ἡ, old name of Attica, = ἀκτή (A) 1.2, Call. Fr.348, Paus.1.2.6.
2 dwelling on the coast, belonging to the coast, ἰχθύες Hp.Aff.52; θεοί Orph.A.342; βάτραχοι Babr.25.6.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que está o vive junto a la costa ἰχθύες Hp.Aff.52, ὄρνις A.R.1.1087, βάτραχοι Babr.25.6, θεοί Orph.A.344, πόλεις Philostr.Her.43.24, 47.19, σπιλάδες Opp.H.2.127, χαμεύνη Nonn.D.3.81, cf. AP 9.227 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 86] (ἀκτή), am Gestade gelegen; θίς, Dünen am Ufer, Bian. 2 (IX, 227); σπιλάδες Opp. H. 2, 127; πόλεις, Philostr.; ἐπωφελίη Qu. Maec. 7 (VI, 33), Hülfe, die Priap den Fischern am Ufer geleistet; θεοί Orph. Arg. 342. Daher kommt ἀκταία, der alte Name von Attika.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 situé sur le rivage;
2 qui vit près du bord (grenouille).
Étymologie: ἀκτή².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκταῖος -α -ον [2. ἀκτή die hoort bij de kust, kust-, van vissen die dichtbij de kust leven. Hp.; πόλεις τὰς Ἀκταίας καλουμένας de zogenaamde ‘Kuststeden’ Thuc. 4.52.3.

Russian (Dvoretsky)

ἀκταῖος: береговой, прибрежный, приморский (πόλεις Thuc.; θίς Anth.): ἀκταία ἐπωφελία Anth. подаваемая с берега или на берегу помощь (рыбакам).

Middle Liddell

ἀκτή
1. on the coast, of Ionian cities, Thuc.: so, Ἀκταία (sc. γῆ), coast-land, an old name of Attica, Thuc.
2. haunting the coast, βάτραχοι Babr.

Greek Monolingual

ἀκταῖος, -α, -ον (Α) (κυρίως ως επίθ. τών μικρασιατικών πόλεων που βρίσκονταν απέναντι από τη Λέσβο
πρβλ. Θουκυδ. 1, 52)
1. παράλιος, παραθαλάσσιος
2. αυτός που κατοικεί ή ανήκει στην παραλία, στην ακτή
3. ἡ Ἀκταία γῆ, παλιά ονομασία της Αττικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτή (Ι).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκταία.

Greek Monotonic

ἀκταῖος: -α, -ον (ἀκτή),
1. παραλιακός, λέγεται για τις Ιωνικές πόλεις, σε Θουκ.· ομοίως και, Ἀκταία (ενν. γῆ), , παράλια γη, παλαιό όνομα της Αττικής, στον ιδ.
2. αυτοί που ζουν, έχουν το λημέρι τους στην θάλασσα, βάτραχοι, σε Βάβρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκταῖος: -α, -ον, (ἀκτή) ἐπὶ τῆς ἀκτῆς ἢ παραλίας, ὡς ἐπίθ. τῶν Ἰωνικῶν πόλεων, Θουκ. 4. 52· οὕτως Ἀκταία (ἐνν. γῆ), ἡ, παλαιὸν ὄνομα τῆς Ἀττικῆς = ἀκτὴ (Α), Ι, 2, Καλλ. Ἀπόσπ. 348. 2) κατοικεῖν παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀνήκειν εἰς τὴν παραλίαν, θεοί, Ὀρφ. Ἀργ. 342· βάτραχοι, Βαβρ. 25, 6· πρβλ. Hicks Inscr. ἀρ. 47 (ο).

English (Woodhouse)

by the sea, by the shore, near the sea, of the coast, on the coast, on the sea

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)